ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΜΟΤΣΙΑ ΣΟΦΙΑ Ο καφές στο παγκάκι Ένα δυνατό κορνάρισμα ήταν η αιτία που ξύπνησε εκείνο το κρύο πρωινό του Γενάρη. Πετάχτηκε από το κρεβάτι του κοιτώντας με αγωνία το ρολόι, τρομοκρατημένος μήπως και αργήσει για τη δουλειά. Του πήρε λίγη ώρα να θυμηθεί τι μέρα είναι και να συνειδητοποιήσει πως τώρα πια τις δευτέρες δεν δουλεύει. Υποχρεωτικό ρεπό, από αυτά που προστάζουν τα σύγχρονα οικονομικά μέτρα... Δεν ήθελε να κοιμηθεί άλλο, έχει βαρεθεί να κάθεται τον τελευταίο καιρό. Έτσι, σηκώθηκε και έφτιαξε μια τεράστια κούπα δυνατό καφέ, όπως το συνήθιζε τα τελευταία 15 χρόνια. Από τότε, δηλαδή, που πρωτόπιασε δουλειά στη διαφημιστική εταιρεία που είναι μέχρι σήμερα, στα 39 του. Κοίταξε γύρω του, δεν είδε τίποτα ενδιαφέρον. Έπιασε το κινητό του, κοίταξε τον κατάλογο και συνειδητοποίησε πως όλοι οι αριθμοί είναι από πελάτες ή συνεργάτες. Ήθελε να ακούσει μια «Καλημέρα» και δεν ήξερε ποιον να πάρει τηλέφωνο. Σκέφτηκε να αναρτήσει μια «Καλημέρα» στον λογαριασμό του στο facebook. Ένιωσε ακόμα πιο μόνος. Πήγε στην βιβλιοθήκη και κοίταξε τα γεμάτα από βιβλία ράφια της. Όλα ήταν για τη δουλειά του. Διαφήμιση, marketing, επιτυχία, τα βασικά συνθετικά των τίτλων από όλα τα βιβλία. Ντύθηκε γρήγορα, άρπαξε τα κλειδιά και βγήκε βιαστικά από το σπίτι. Έβρεχε. Πηγαίνοντας προς το αμάξι θυμήθηκε πως το έχει παρκάρει παράνομα και τότε, είδε ένα ροζ χαρτάκι στο παρμπρίζ του. Εκνευρισμένος, το τσαλάκωσε και το πέταξε στην άκρη του δρόμου. Μπήκε στο αυτοκίνητο, φόρεσε την ζώνη, έβαλε ένα σταθμό που παίζει μόνο μουσική, άναψε ένα τσιγάρο και ξεκίνησε. Δεν ήξερε που θα πήγαινε, ήθελε μόνο να πάψει να βλέπει κτήρια, σκυθρωπούς ανθρώπους, αυτοκίνητα που κορνάρουν και φυσικά, διαφημίσεις! Δεν είναι εύκολο να ξεφύγεις από την πόλη… Οι δρόμοι μπλοκαρισμένοι, όμως εκείνος ήταν αποφασισμένος. Μετά από μια ώρα κατάφερε να βγει στο «ποτάμι» και του πήρε άλλη μισή να φτάσει στα διόδια στο Σχηματάρι. Η βροχή είχε σταματήσει. Αφέθηκε στην ελευθερία της ταχύτητας, όσο του επέτρεπαν τα όρια. Σκεφτόταν την μέχρι τώρα ζωή του. Κυριαρχούσε η δουλειά του. Συγγενείς, φίλοι, έρωτες, δεν ήταν απλά σε δεύτερη μοίρα. Ήταν ανύπαρκτοι. Χαμένος σε σκέψεις ούτε που κατάλαβε πως έφτασε στη Λαμία. Στο navigator είδε που βρισκόταν και αμέσως το έκλεισε. Βγήκε από την εθνική στην πρώτη έξοδο που βρήκε. Δεν ήξερε που πηγαίνει, ήθελε μόνο να ξεφύγει από την πόλη. Ο καιρός άρχισε να φτιάχνει. Μέσα από τη συννεφιά ξεπήδησαν οι πρώτες ηλιαχτίδες. Ο δρόμος όμως, δεν ήταν πια καλός, «μα που έμπλεξα...» Και σαν να μην έφτανε αυτό, ένα κοπάδι πρόβατα έκλεισαν τον δρόμο. Άνοιξε το παράθυρο και άναψε άλλο ένα τσιγάρο περιμένοντας. Περνώντας ο βοσκός, του φώναξε χαμογελώντας «Καλημέρα πατριώτη!» Σάστισε. «Καλημέρα» ψέλλισε κι εκείνος. Έπρεπε να κάνει τόσα χιλιόμετρα για να ακούσει μια καλημέρα… Μέχρι να περάσει το κοπάδι ο ήλιος είχε κυριαρχήσει στα σύννεφα και έτσι φόρεσε τα γυαλιά του. Προχώρησε λίγα χιλιόμετρα ακόμη και βρέθηκε στην πλατεία ενός μικρού χωριού. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα μπροστά στην απλή ομορφιά της φύσης. Τεντώθηκε σηκώνοντας τα χέρια πολύ ψηλά, σαν να ήθελε να φτάσει τα κλαδιά του πλατάνου που δέσποζε στο τοπίο. Μπήκε στο μικρό καφενείο και του έκανε εντύπωση που ο καφετζής σφύριζε έναν χαρούμενο σκοπό. Πήρε έναν διπλό ελληνικό και βγήκε βιαστικά να απολαύσει την λιακάδα. Κάθισε σ’ένα παγκάκι που το έλουζε ο χειμωνιάτικος ήλιος, ακούμπησε τον καφέ δίπλα του και από συνήθεια πήγε να ανάψει τσιγάρο αλλά δεν το έκανε. Δεν ήθελε να αλλοιώσει τις μυρωδιές της φύσης. Έμεινε αρκετή ώρα χαμένος στις σκέψεις του, μέχρι που τις διέκοψε μια φωνή. «Πω πω, τι έκαμα!» Γύρισε και είδε μια γριούλα που προσπαθούσε να μαζέψει τα μανταρίνια που της είχαν πέσει. Σηκώθηκε γρήγορα, πήγε κοντά της και την βοήθησε να τα βάλει στην ποδιά της. «Ευχαριστώ γιέ μου» του είπε και κάθισε στο παγκάκι δίπλα του. Παρατηρώντας το πρόσωπο της, προσπάθησε μέσα από τις ρυτίδες της να καταλάβει τι ζωή μπορεί να είχε περάσει εκείνη. Τι συναισθήματα μπορεί να έχει νιώσει, τι ανάγκες είχε στη ζωή της, τι δυσκολίες μπορεί να πέρασε; Ξαφνικά εκείνη του χαμογέλασε και είπε «Ωραία μέρα μας έκανε σήμερα» και από το πηγαίο χαμόγελο της κατάλαβε πως ό,τι και αν είχε νιώσει εκείνη, ό,τι κι αν είχε ζήσει, ό,τι κι αν είχε χρειαστεί στη ζωή της, σίγουρα ήταν πιο ουσιώδες από τις δικές του ανάγκες και τα δικά του συναισθήματα. «Ναι γιαγιά», συμφώνησε εκείνος «πολύ όμορφη μέρα, τόσο όμορφη που δεν το περίμενα το πρωί που ξύπνησα». Σαν να κατάλαβε τον υπαινιγμό του η γιαγιά, χαμογέλασε με νόημα. Καθάρισε ένα μανταρίνι και του πρόσφερε το μισό. «Είναι από το περιβόλι της φίλης μου της Μαριγώς», είπε, «χωρίς λιπάσματα, βιολογικό, όπως το λέτε εσείς οι πρωτευουσιάνοι». «Ευχαριστώ» της απάντησε και νιώθοντας τη γλυκιά του γεύση αποφάσισε πως το πρωινό του δεν θα είναι ποτέ ξανά καφές και τσιγάρο. Εκείνη, καθώς έτρωγε το δικό της μισό μανταρίνι, κοιτούσε τον ήλιο κατάματα. Το βλέμμα της ήταν γεμάτο καλοσύνη. Καλοσύνη που μόνο από μια ζωή ουσιαστική, χωρίς υπερβολές και κακίες θα μπορούσε κάποιος να αποκομίσει. Μια ζωή με σεβασμό στην κάθε μέρα ξεχωριστά και γεμάτη όνειρα για το αμέσως επόμενο πρωινό. Ένας παππούς πλησίασε αργά προς το μέρος τους. «Καλημέρα παλικάρι μου» του είπε και γύρισε προς τη γιαγιά. «Πάμε Λενάκι μου;» της είπε. «Πάμε Γιώργη μου» απάντησε εκείνη. Καθώς σηκώθηκε πήρε δυο μανταρίνια από τη ποδιά της και του τα πρόσφερε «Για τη κυρά σου» είπε. «Μα δεν έχω κυρά….» απάντησε εκείνος. «Άκου παιδί μου» είπε η γιαγιά, «η ζωή, όταν τη μοιράζεσαι με κάποιον, θέλει τη μισή προσπάθεια για οτιδήποτε, και για την κάθε χαρά η απόλαυση είναι διπλή» τον χτύπησε φιλικά στον ώμο και απομακρύνθηκε κρατώντας τον παππού από το χέρι. Έμεινε μόνος να κοιτάζει το ηλικιωμένο ζευγάρι. Πλανήθηκε στις σκέψεις του και κατέληξε πως είναι στο χέρι του, να αφήσει να συνεχιστεί η ζωή του στους σημερινούς της ρυθμούς ή να ψάξει να βρει καινούργιες αξίες. Σηκώθηκε από το παγκάκι ανάλαφρος. Πήρε τον άθικτο καφέ που είχε ακουμπήσει στο παγκάκι πριν από 2 ώρες, τον πέταξε στον κάδο, μπήκε στο αυτοκίνητο και πήρε το δρόμο του γυρισμού. Γεώργιος Γραμματόπουλος 3o Γενικό Λύκειο Αλεξανδρούπολης ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ Σηκώνεται το πρωί, ακριβώς στην ώρα του - σαν σωστό γρανάζι στην καλολαδωμένη μηχανή, πρέπει να φτάσει έγκαιρα στη δουλειά του (ανησυχεί τοοοσο για το αν θα βγάλει έγκαιρα τα λεφτά κάποιου!).Τρώει ένα μήλο και ένα αχλάδι - χορτοφάγος από συνείδηση (ειδικά μπροστά σε άλλους).Φιλά με στόμα στεγνό τη γυναίκα του, χαμογελά πιέζοντας τις άκρες των χειλιών του -ειλικρινές φιλί και χαμόγελο (κατά τ’ άλλα).Στο πρόσωπό του, το προσωπείο του Αρλεκίνου -αξεσουάρ τη σήμερον ημέρα απαραίτητο (ή υποχρεωτικό). Αυτό το προσωπείο είναι που φορά καθημερινά, εδώ και … δεν ξέρω …. είκοσι χρόνια; Όντας καθημερινή συνήθεια (ή υποχρέωση), πρέπει να του αρέσει (ή να αρέσει γενικότερα), όσο γίνεται περισσότερο. Και είναι όμορφο (όπως κάθε ταφόπλακα). Δένεται από πίσω με καθαρό, γυαλιστερό ,ατόφιο χρυσάφι (ναι, χρυσή είναι η αλυσίδα που το κρατά). Ένα χαμόγελο διαγράφεται επάνω του, χαμόγελο πλατύ (και ψεύτικο). Το άσπρο που ραντίζει τα μαλλιά του είναι πλατίνα (για να κρύβει το λινάρι, από το οποίο είναι καμωμένα). Το πρόσωπο έχει στρωθεί με καθαρή πορσελάνη (κάλυμμα του φτηνού δέρματος, κάλυμμα της δυσωδίας που αναδίδει). Μοιάζει, αν τη δεις, με μάσκα ανθρώπου ευτυχισμένου (παλιάτσου). Ίσως κάποιου ήρωα της όπερας (ίσως Αρλεκίνου). Το φορά, όπως κάθε μέρα, και σήμερα. Δείχνει ευτυχισμένος (σαν κλόουν). Περνά το κατώφλι του σπιτιού (ή της φυλακής) του. Δεν δουλεύει η μηχανή της σαραβαλιασμένης του Μερσεντές, μα αυτός, επίμονος , προσπαθεί. Προσεύχεται να λειτουργήσει (ή βρίζει γιατί δεν λειτουργεί). Χαϊδεύει (ή χτυπά) το τιμόνι. Κοιτά τον ουρανό (ή το αποσμητικό που έχει στραβώσει). Γυρνά άλλη μια φορά το κλειδί. Το αυτοκίνητο του κάνει την τιμή και με ένα βρυχηθμό αναλαμβάνει άλλη μια φορά την αγγαρεία. Το αγαπά αυτό το αυτοκίνητο. Δεν θέλει να το αλλάξει. Υπάρχουν τόσες πολλές αναμνήσεις στο τιμόνι (και τόσα λίγα λεφτά στην τσέπη). Φτάνει στη δουλειά σε λογική (μα όχι στη σωστή) ώρα. Το αφεντικό του φωνάζει, ένας χοντράνθρωπος που έχει αναψοκοκκινίσει από την οργή και του οποίου η αθυροστομία μπορεί να σηκώσει ακόμα και τους Αγίους από τους τάφους τους. Προσπαθεί πιο πολύ να πάθει έμφραγμα, παρά να κάνει μια αξιοπρεπή (ή, τέλοσπάντων ,όχι και τόσο αξιοπρεπή) επίπληξη σε ένα από τους εργαζόμενούς του. Τα μάγουλά του έχουν κοκκινίσει και τα μάτια του έχουν πεταχτεί, κόκκινα σαν αίμα, από τις κόρες τους. - Ανίκανε! Αδαή! Άχρηστε! φωνάζει, σε μια έξαρση(ακατανόητων και για τον ίδιο, διατυπωμένων με ακατάσχετη αλαζονεία) στερητικών «α» και ταχυπαλμίας. Τραβά ένα υπογλώσσιο από ένα μικρό κουτί και το καταπίνει. - Συγγνώμη κύριε Διευθυντά… Με συγχωρείτε κύριε Διευθυντά…. Δεν θα επαναληφθεί στο μέλλον…. - Σίγουρα… είμαι βέβαιος… δεκάδες φορές «δεν θα είχε επαναληφθεί», κι όμως τα θαλάσσωσες άλλη μια! Να είσαι σίγουρος, στην επόμενη φεύγεις. Η επιταγή στο λογιστήριο περιμένει μόνο την υπογραφή μου. Τώρα, χάσου από τα μάτια μου. Κάποιοι εδώ μέσα δουλεύουν! - Έχετε δίκιο κύριε Διευθυντά! Ευχαριστώ, κύριε Διευθυντά! Και πάλι καλημέρα κύριε Διευθυντά: - Ρε, δεν πας… κάνει να φωνάξει, μα βλέπει την κλειστή πόρτα και βουβαίνεται. Αυτό είναι όταν φορά τη μάσκα. Ευγενικός (ή υπερβολικά τυπικός), γλυκομίλητος (ή κόλακας) και αρεστός (χάρη στις δύο προηγούμενες αρετές). Δεν φωνάζει, δεν ωρύεται, δεν απελπίζεται. Ποιος νοιάζεται για την Κυβέρνηση; Τα γεμιστά σήμερα θα είναι ορφανά (τα καημένα!), χωρίς κιμά! Θερμοκήπια και αηδίες… Εάν η γυναίκα του έχει ξεχάσει να ανοίξει το θερμοσίφωνα, όλα είναι ασήμαντα. Πέφτουν οι μισθοί; Πώς να κατέβει σε διαδηλώσεις εάν έχει μείνει από βενζίνη; Προβλήματα; Δεν αγγίζουν αυτόν (άρα και κανένα άλλο). Καλή καρδιά! Αυτή χορταίνει τους φτωχούς, στεγάζει τους άστεγους , ηρεμεί τα ορφανά που πεινούν και κρυώνουν και κλαίνε! Ποιος νοιάζεται; Βλέπει δεκάδες μάσκες στο δρόμο, στη δουλειά, στην τηλεόραση, στο μετρό, στο τραμ, μέσα στην πόλη και έξω από αυτή. Ναι, μάσκες. Χαμογελαστούς Παλιάτσους και Αρλεκίνους, βγαλμένους από οπερέτα του 18ου αιώνα. Κανένα ενδιαφέρον. Καμιά στοργή. Καμιά απελπισία. Μόνο πορσελάνινες, χαμογελαστές, απλώς τέλειες μάσκες. Θυμάται την πρώτη φορά που αντικατέστησε τις εκφράσεις του με το εύκολο χαμόγελο. Τότε που του πρότειναν εκείνη τη δουλειά. Καλά λεφτά, υποσχόμενη θέση, πρωτεύουσα, όλα φάνταζαν υπέροχα. Όταν εμφανίσθηκε στο γραφείο, έκανε πολύ κακή εντύπωση. Φόρεσε την μάσκα, για να γίνει συμπαθής. Δεν ήταν τελικά τόσο άσχημα. Πήρε και τη δουλειά. Στο γραφείο, στο διπλανό υπολογιστή, υπήρχε μια συνάδελφος. Η συνάδελφος. Η γυναίκα. Φόρεσε τη μάσκα για να της ζητήσει ραντεβού.. Φόρεσε τη μάσκα για να φορέσει το δαχτυλίδι του. Μια δίκαιη συμφωνία. Σιγά – σιγά, η μάσκα άρχιζε να μπαίνει στη ζωή του, να επηρεάζει το είναι του. Το έβλεπε στον εαυτό του. Το χαμόγελο άρχιζε να του παίρνει τη φωνή, την ουσία της ύπαρξής του. Παλιότερα δεν έχανε διαδήλωση. Παλιότερα ένιωθε την απόγνωση, την απογοήτευση, το θυμό. Τώρα αγχώνεται μόνο για το αν τα γεμιστά θα ήταν ορφανά ή με κιμά. Τώρα σκέφτεται μόνο το ρεζερβουάρ της παλιάς του Μερσεντές. Τώρα αισθάνεται μόνο την αδιαφορία και την φθορά που ρίζωναν στην ψυχή του, σαν παράσιτα. Είναι ένας ακόμη Αρλεκίνος. Ένας ακόμη ψυχρός, πορσελάνινος, τέλειος Αρλεκίνος. Τι του έχει κάνει τόσο κακό; Τι του έχει κλέψει τη φωνή; Αυτή η ερώτηση τον βασανίζει χρόνια. Τώρα καταλαβαίνει. Ο εαυτός του. Ο εγωισμός, η φιλαρέσκειά του. Θέλει να γίνει συμπαθής. Και η φωνή δεν χαρίζει συμπάθεια. Ίσως αξιοπρέπεια, ίσως ακεραιότητα. Μα όχι συμπάθεια. Ναι, θα φωνάξει! Κάποτε… Ίσως αργότερα… Τώρα … έχει γυναίκα. Έχει παιδί. Η αξιοπρέπεια μπορεί να περιμένει. Άλλωστε, πού είναι το κακό με το να είσαι Αρλεκίνος; Θα φωνάξει…Αν έχει ακόμη φωνή…Μα μέχρι τότε τι θα έχει μείνει κάτω από τη μάσκα του Αρλεκίνου; Τίποτα το ουσιαστικό, κανείς που να μπορεί να γελάσει, να κλάψει, να θυμώσει, να ουρλιάξει. Γιατί η μάσκα σου παίρνει αυτές τις λεπτομέρειες του χαρακτήρα που σου δίνουν ταυτότητα , που σε υψώνουν, που σε κάνουν κάτι, και ξεχωρίζεις από το κοπάδι. Η αλήθεια ούτε όμορφη, ούτε γλυκιά είναι, μα είναι ο,τι μένει απέναντι στην ευσυνείδητη υποκρισία και αδιαφορία των Αρλεκίνων και των Παλιάτσων. Τι θα μείνει από εμάς , τον πολιτισμό ,την τέχνη, τις σκέψεις μας; Τι θα μείνει από τα συναισθήματα που τόσο ευσυνείδητα παραχώσαμε κάτω από τη μάσκα του Αρλεκίνου; Τίποτα το ουσιαστικό. Εγώ, εσείς, ο όμορφος, σαν ταφόπλακα, κόσμος μας. Άρτεμις Αραμπατζή Β1 – 5ο Γυμνάσιο Λάρισας Τηλ. 2410 579619 Μήνας Νοέμβρης Είχα αρχίσει να αμφιβάλλω για το αν θα μπορούσα να παρομοιάσω τον εαυτό μου με ακόμα ένα αντικείμενο αυτό το φθινόπωρο, και συγκεκριμένα αυτόν τον απαίσιο Νοέμβριο μήνα. Η αμφιβολία μου έγινε βεβαιότητα χθες το απόγευμα, καθώς χάζευα τα δέντρα έξω από το παράθυρο του δωματίου μου. Μισώ το Νοέμβρη. … και να ‘μαι, λοιπόν, ένα μικρό φυλλαράκι πάνω στο δέντρο μου. Αυτός ο τελευταίος μήνας του φθινοπώρου μου έχει δώσει ένα απελπιστικά μελαγχολικό κίτρινο χρώμα. Υπομονή. Μερικές ακόμα παγωμένες και βροχερές ή υπερβολικά ζεστές και ηλιόλουστες μέρες και ο μήνας αυτός θα τελειώσει. Μετά θα είναι όλα πιο χαλαρά και ελεύθερα. Ελπίζω… Δυστυχώς δεν είναι έτσι όμως. Βλέπω γύρω μου τα φύλλα να πέφτουν, να κρατιούνται με δυσκολία στο κλαδί τους. Κοιτάζω το δικό μου κλωναράκι. Αρχίζει να εγκαταλείπει την προσπάθεια να κρατηθεί, κι εγώ ταλαντεύομαι με το παραμικρό φύσημα του αέρα. Αλλά δεν δίνω σημασία. Προσέχω τα πιο ασήμαντα πράγματα, όπως τις δροσοσταλίδες που κυλάνε αργά πάνω σε μένα και στα άλλα φύλλα μετά την βροχή ή τα σπουργίτια που με το τραγούδι τους, σπάνε την μονοτονία των θορύβων της καθημερινότητας. Στο μυαλό μου επικρατεί μόνο μία σκέψη: «Έχω γερές βάσεις. Αποκλείεται να πέσω». Κι όμως πέφτω. Το κλωναράκι μου τα παρατάει κι αφήνεται στη δύνη ενός δυνατού, ψυχρού βοριά. Το δέντρο μου, η στήριξή μου, η βοήθεια που πάντα θεωρούσα δεδομένη με αφήνει να πέσω. Έτσι απλά. Τώρα είναι αργά για να προσπαθήσω να πιαστώ από κάποιο κλαδί. Η πτώση μου έχει ήδη αρχίσει. Κατά βάθος το ήξερα. Ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα πέσω. Απλά δυσκολευόμουν να το πιστέψω. Αλλά τώρα συμβαίνει και δεν μπορώ να το αποφύγω. Το τοπίο γύρω μου θολώνει. Γεμίζω δροσοσταλίδες. “Είναι δροσοσταλίδες!” φωνάζω. “Δεν είναι δάκρυα!”, λέω προσπαθώντας να πείσω τον κόσμο αλλά πιο πολύ τον εαυτό μου. “Θυμάστε”, τους λέω, “που όταν ήμαστε μαζί στο δέντρο τις χαζεύαμε όπως κυλούσαν πάνω μας;” Προφανώς δεν θυμούνται. Γιατί όταν πέσεις από το δέντρο, κανείς δεν θυμάται τις ένδοξες μέρες σου σαν το δυνατό και γερό φυλλαράκι που πολλοί θαύμαζαν. Καθώς πέφτω, ο αέρας με παρασέρνει. Μακριά, και μακριά και ακόμα πιο μακριά από το δέντρο μου. Γνωρίζω ότι είναι πια αργά, και ό,τι γνωστό και οικείο γύρω μου έχει χαθεί. Έχει χαθεί αυτό που ήμουν, αυτό που είμαι, αυτό που θα ήθελα να είμαι κι αυτό που όλοι με παρότρυναν να είμαι. Ο κόσμος γύρω μου γεμίζει πάλι δροσοσταλίδες. Όλο το σύμπαν γεμίζει δροσοσταλίδες. Δύο λέξεις ταξιδεύουν στο μυαλό μου και χορεύουν με το φύσημα του ανέμου. Το ταξίδι τους γίνεται άνευ επιστροφής, καθώς από το μυαλό μου περνούν στο στόμα μου και από εκεί βάζουν αυτόματο πιλότο τους βοριάδες του χειμώνα που έρχεται. «Συγγνώμη» και «Αντίο». Νιώθω σαν να φώναξα αυτές τις λέξεις εκατομμύρια φορές και με όλη μου τη δύναμη, για να φτάσουν μακριά, και μακριά και ακόμα πιο μακριά, στο δέντρο μου. Παρ’ όλα αυτά, αμφιβάλλω αν αυτές οι δύο λέξεις ειπώθηκαν ποτέ. Μπορεί απλά να τις παρέσυρε ένα αεράκι και να πνίχτηκαν κάτω από τους θορύβους της μέρας. Τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς τη φροντίδα του δέντρου μου και έχω αρχίσει να παίρνω το χρώμα της διάθεσής μου: ένα μουντό, σκούρο καφέ. Η πτώση μου φτάνει σιγά-σιγά στο τέλος της. Βυθίζομαι στο σκοτάδι. Οι τελευταίες ηλιαχτίδες ελπίδας κρύβονται πίσω από τον τεράστιο όγκο της απογοήτευσης. Πάντα με συνάρπαζε το βελούδινο μαύρο της νύχτας. Ακουμπάω αργά και απαλά στο έδαφος, αλλά νιώθω τον μεγαλύτερο πόνο που έχω νιώσει ποτέ μου. Οι δροσοσταλίδες στεγνώνουν, αλλά ο κόσμος παραμένει θολός. Είναι το τέλος. Ξέρω πως είναι το τέλος. Φωνάζω για μια ακόμα φορά λέξεις που δεν θα ακούσει κανείς. Γνωρίζοντας, ότι ίσως είναι το τελευταίο πράγμα που θα πω, ουρλιάζω αυτή τη λέξη με όλη τη δύναμη και περηφάνια που μου έχει απομείνει. Αντίο. Όταν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου –αλλά όχι και της ελπίδας- αγγίζουν τα φύλλα μου, παραδέχομαι την τεράστια ήττα μου. Άλλα φύλλα και σκουπίδια με καταπλακώνουν, μεγάλα νούμερα παπουτσιών με ποδοπατούν. Τα αποδέχομαι όλα και τα υπομένω μέχρι την τελευταία στιγμή, σαν τιμωρία προς τον εαυτό μου. Στο τέλος, μόνο ένα ακόμα πράγμα μου μένει πια να παραδεχτώ: ότι είμαι ένα με το χώμα. Μισώ το Νοέμβρη. ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΓΙΟΒΑΝΑΚΗΣ ΤΕΜΠΩΝ 1Α Τ.Κ. 65302 ΚΑΒΑΛΑ 6ο ΓΕΛ ΚΑΒΑΛΑΣ 2510-243108\2510-244827 ΕΠΑΡΑΤΗ ΦΙΛΙΑ Όπως κάθε Χριστούγεννα, έτσι και φέτος αποφασίζουμε να πάμε στην Ελβετία και όπως κάθε χρόνο, ακυρώνεται λόγω καιρικών συνθηκών. Είναι το όνειρο μας να πάμε στην Ελβετία τα Χριστούγεννα. Μόνο στον Λουκά δεν αρέσει η ιδέα. Του αρέσει να πηγαίνει στον Λαϊλιά- ένα βουνό των Σερρών -,του θυμίζει τα παλιά. Όλοι ξέρουμε πόσο σημαντικό είναι γι΄αυτόν και δεν του χαλάμε ποτέ χατίρι. Παρόλα αυτά όποτε συζητάμε για την Ελβετία, κάνει τον αδιάφορο και συμμετέχει σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Όμως και οι τέσσερις μας καταλαβαίνουμε. Έτσι, πάμε και φέτος Λαϊλιά. Τώρα πάω με το αμάξι να πάρω τον Λουκά και μετά θα πάρουμε και τα κορίτσια. Τον βλέπω. Με το παλιό του χακί παλτό, που φοράει πάντα όταν έχει κρύο, το μοναδικό-δεν θα υπήρχε χωρίς αυτό- γκρι του παντελόνι και τις πολυφορεμένες μαύρες γαλότσες του. Φυσικά, στο ένα χέρι καφές και στο άλλο τσιγάρο και πάντα με εκείνο το χαμόγελο του Λαϊλιά. Έτσι το λέμε αυτό το χαμόγελο γιατί το έχει μόνο όταν πάμε εκεί. Μπαίνει μέσα. -Καλημέρα! Μου λέει. Του κλείνω το μάτι και πιάνουμε κατευθείαν συζήτηση για το χθεσινό αγώνα. Πόσο λατρεύει να μιλάει για ποδόσφαιρο το πρωί! Πριν καν το καταλάβουμε, φτάσαμε στην πολυκατοικία των κοριτσιών. Μόνο όταν πρόκειται για ταξίδι είναι στην ώρα τους. Ομοιόμορφες μα τόσο διαφορετικές. Πάντα με ασορτί σκουφάκι, κασκόλ και γαντάκια. Φουξ με κίτρινο η Νάνση, λάδι με μαύρο η Κάτια. Ξεκινάω γρήγορα γιατί είναι πράσινο, και με μαλώνουν. Πάντα με μαλώνουν όταν τρέχω αν και ξέρω ότι το λένε για να μην το πει ο Λουκάς που μόνο σφίγγεται. Είμαστε 72 χιλιόμετρα μακριά από τον προορισμό μας. Και στα 72 συζητάμε για την μάχη των δυο φύλων. Μόνο αυτό συζητάμε όταν είμαστε οι τέσσερις μας. Όταν πλησιάζουμε στο βουνό, ο Λουκάς αφαιρείται. Πάντα αφαιρείται. Φοράει ένα περίεργο βλέμμα που ποτέ δεν καταλάβαμε τι σημαίνει. Ξέρουμε βέβαια ότι του έρχονται αναμνήσεις από τους γονείς και τον αδελφό του, με τους οποίους ερχόταν παλιά. Η αλήθεια είναι πως τους θυμάται έντονα μοναχά εδώ. Είναι δύσκολο να επιβιώνει κανείς από τροχαίο, ειδικά όταν η υπόλοιπη οικογένεια του δεν τα καταφέρνει. Στο αυτοκίνητο βρήκαν μόνο αυτόν. Ήταν τυχερός όμως. Είχε την γιαγιά του που τον αγαπούσε πολύ και τον φρόντιζε. Έχω αφαιρεθεί και κοιτάζω την θέα που ομολογημένα σου κόβει την ανάσα και το χιόνι που πέφτει απαλά πάνω στα καταπράσινα φύλλα των αγέραστων αυτών δέντρων. -Πρόσεχε! Φωνάζει η Κάτια. Υπάρχει μια πολύ επικίνδυνη στροφή μπροστά μας αλλά οδηγώ αυτό το δρόμο εδώ και πολλά χρονιά και έτσι δεν κινδυνεύουμε ιδιαίτερα. Αφού ακούσω και πάλι τον εξάψαλμο-που μου αξίζει δικαιωματικά- αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι… Φτάσαμε! Και έτσι απλά, στεκόταν μπροστά μας ένα πέτρινο διώροφο παλάτι που ξέρει καλά να διεκδικεί τα δικαιώματα του καθώς η ομορφιά του ξεχωρίζει κατά πολύ συγκριτικά με αυτό το απόλυτα φυσικό τοπίο. Έχει χιονίσει αρκετά ώστε να καλύψει την κατακόκκινη σκεπή του που μοιάζει να αγγίζει τον ουρανό αναγκάζοντας έτσι τον κάθε διαφορετικά παρεξηγημένο επισκέπτη- γιατί πρέπει να έχεις μια κάποια τρέλα για να μπορέσεις να ανακαλύψεις ένα τέτοιο μέρος- να αισθάνεται τουλάχιστον δέος κοιτώντας το. Παρκάρουμε στο μικρό-σχεδόν ελάχιστο- χώρο στάθμευσης και καταλαβαίνουμε από το πλήθος των αμαξιών ότι δεν έχει πολύ κόσμο. Παίρνουμε τα πράγματα μας και προχωράμε προς την αυτού μεγαλειότητα. Μόνο μερικά σκαλάκια μας χωρίζουν από την μεγάλη ξύλινη πόρτα με το σιδερένιο, στρόγγυλο πόμολο , που δύσκολα θα ξανάνοιγε αν την έκλεινες. Μπαίνουμε μέσα και ένα συνηθισμένο ξύλινο γραφείο βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη μαρμάρινη σκάλα παίζοντας τον ρολό της γραμματείας. Συνεννοούμαστε με τον υπεύθυνο και πηγαίνουμε στον 2ο όροφο για να ταχτοποιηθούμε στα δωμάτια. Μετά από περίπου δεκαπέντε λεπτά, κατεβαίνουμε στους κοινόχρηστους χώρους. Μια τεράστιων διαστάσεων κουζίνα, μια τραπεζαρία γεμάτη με ξύλινα τραπέζια και με πάγκους στο πλάι, το σαλόνι που αποτελείται από το πέτρινο τζάκι και τους καναπέδες που σχηματίζουν γύρω του ένα πι. Αφού προμηθευόμαστε με ζεστό καφέ από την κουζίνα καθόμαστε στο σαλόνι και αρχίζουμε να μιλάμε για ώρες… μερικές φόρες σταματάμε, αλλά το τοπίο καλύπτει την σιωπή. Έξω βραδιάζει. Τα κορίτσια πάνε να ετοιμάσουν το φαγητό και εμείς στρώνουμε το τραπέζι. Έχουμε φάει και καθόμαστε στο καναπέ με τα ποτήρια στο χέρι. Αρχίζει να μας λέει ο Λουκάς την ιστορία του. Ποτέ ως τώρα δεν μας έχει μιλήσει τόσο αναλυτικά. Το κλίμα έχει βαρύνει πολύ. Η Κάτια αγκαλιάζει τον Λουκά και του λέει να σταματήσει. Μας χρειάζεται μια διέξοδος και αποφασίζουμε να πάμε να περπατήσουμε. Βγαίνουμε έξω και πριν κάνουμε τα πρώτα είκοσι μέτρα, αρχίζουμε να παίζουμε χιονοπόλεμο. Όλοι μας λατρεύουμε το χιόνι. Αφού πέρασε περίπου μισή ώρα παιχνιδιού, κουραστήκαμε και τώρα πάμε πίσω στο καταφύγιο γιατί έχουμε απομακρυνθεί . Φτάνουμε και ακούμε ουρλιαχτά λύκων. Τα κορίτσια τρομοκρατημένα μπαίνουν γρήγορα μέσα. Εμείς καθόμαστε στα σκαλάκια για ένα τελευταίο τσιγάρο. Ξαφνικά σηκώνεται και αρχίζει να περπατάει. -Λουκά, που πας; Μα δεν απαντάει. Συνεχίζει να περπατάει χωρίς να με ακούει. Είναι σαν υπνωτισμένος. Αρχίζω να τον ακολουθώ. Πηγαίνει πολύ γρήγορα αλλά απλά περπατάει. Τρέχω μα δεν νομίζω να τον προλάβω. -Λουκά, περίμενε! Τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Ξαφνικά ένα πολύ δυνατό φως με παραλύει. Αισθάνομαι ρίγος. Τον χάνω. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Το χιόνι είναι διαφορετικό. Κάτι δεν πάει καλά. Φωνές ακούγονται. Το χιόνι σχηματίζει μορφές. Είναι αυτός, μα είναι πνεύμα. Έχω τρομοκρατηθεί. -Ευχαριστώ, ψιθύρισε. Άρχισε να ανεβαίνει προς τα πάνω. Χάθηκε. Πέφτω κάτω μα ακόμη δεν μπορώ να κουνηθώ. Μετακινώ με δυσκολία το χιόνι και βρίσκω τον τάφο του. Λιποθυμώ. ΄΄ ΣΕ ΚΑΠΟΙΕΣ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΕΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΕΘΑΝΕΙ ΜΕ ΒΙΑΙΟ ΤΡΟΠΟ, ΓΕΜΑΤΟΣ ΜΕ ΕΝΤΟΝΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΙΖΕΤΑΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ. ΑΝ ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΕΙ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ ΤΟΥ, ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΤΑΙ ΚΑΙ ΠΕΡΝΑΕΙ ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ΄΄ Το επόμενο πρωί με βρήκαν παγωμένο κάτω από το χιόνι, στο σημείο που είχαν βρει και τον φίλο μου πριν τρία χρόνια. Ποτέ δεν άντεξα τον θάνατο του. - Ζούσε σε ένα δικό του κόσμο. Έπλασε την όλη ιστορία με την οικογένεια του νεκρού φίλου του. Αντιλαμβανόταν τα πάντα γύρω του, απλώς συμπλήρωνε σε όλα ένα φανταστικό πρόσωπο. Λυπάμαι. Είπε ο γιατρός. Το παράξενο κουτί Στον δρόμο περπατάει ένα παιδί. Ένα μικρό παιδί, ούτε τα δέκα του δεν έχει κλείσει . Αλλά αυτό δεν μας ενδιαφέρει, ούτε το παιδί. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το κουτί που έχει στο σακίδιο του. Βλέπετε κάνει μια παράδοση στον κύριο Σπύρο Παπασπύρου. Ο αναφερόμενος κύριος έχει μέγα ενδιαφέρον για το κουτί αλλά και το περιεχόμενο του. -Ορίστε το δέμα σας, είπε το παιδί στον κύριο καθώς του το έδινε. -Ευχαριστώ πολύ , είπε ο Σπύρος καθώς έψαχνε την τσέπη του για να δώσει κάτι στον μικρό. Ελπίζω αυτά να τον κόπο σου. -¨Ο,τι επιθυμείτε κύριος, είπε το παιδί καθώς απομακρύνονταν με το δεκάρικο στο χέρι του. Μόλις μπήκε μέσα ο πρωταγωνιστής μας, κλειδαμπάρωσε τις πόρτες και έκλεισε όλα τα παράθυρα. Το περιεχόμενο του κουτιού ήταν τόσο σημαντικό, που κανένας άλλος δεν έπρεπε να μάθει τι περιείχε. Μόλις βεβαιώθηκε ότι ήταν μόνος του και χωρίς να τον παρατηρεί κάποιος, τοποθέτησε το δέμα στο γραφείο του. Αφαίρεσε το περιτύλιγμα και αποκαλύφθηκε το κουτί. Ήταν ένα μικρό κουτάκι, περίπου όσο μια γοφιά ενός άνδρα, μεταλλικό και με παράξενα σύμβολα. Αυτά τα σύμβολα θα ήταν παράξενα για οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ίδιο. Για αυτό του το στείλλανε έτσι και αλλιώς. Για αυτούς στο πανεπιστήμιο ήταν ένας άλυτος γρίφος, για τον κύριο Παπασπυρου όμως ήταν ένας θησαυρός ισάξιος της ζωής του. Άνοιξε γρήγορα τις σημειώσεις του και άρχισε να το μελέτη. Αφού το μελέτησε καλά καλά, ζωγράφισε σε έξι χαρτιά το τι έβλεπε σε κάθε πλευρά. Αφού τα περιεργάστηκε λίγο, τα ένωσε με έναν ειδικό τρόπο. Τότε μπόρεσε να διαβάσει τα σύμβολα, χάρις στις σημειώσεις του. Βλέπετε, ο κύριος Παπασπύρου ήταν ένας αρχαιολόγος που είχε βρει μια πλακά που είχε τα παράξενα σύμβολα και διπλά το κείμενο στα Αρχαία Ελληνικά. Τότε κατάλαβε ότι τα σύμβολα αυτά ήταν μια πιο παλιά γλωσσά. Μετά από κόπους πολλών μηνών αποκρυπτογράφησε την πλακά και μπόρεσε να διαβάσει το δεύτερο κείμενο, που δεν μεταφράζονταν σε αυτήν. Περιέγραφε το κουτί αλλά και που βρίσκετε. Το πανεπιστήμιο όμως το είχε ανακαλύψει μια εβδομάδα πριν και κατάφερε να του το πάρει μετά από πολύ αγώνα στα χεριά του. Στο παρόν του διηγήματος, άρχισε να μεταφράζει το κείμενο. Μετά από δυο ώρες είχε το κείμενο μεταφρασμένο. Ευθύς άρχισε να το διαβάζει. «Χτυπά την κάτω πλευρά δυο φόρες, πίεσε το πάνω μέρος πέντε δευτερόλεπτα και στρίψε το 180 μοίρες. Τότε θα ανοίξει και το περιεχόμενο του θα σου αποκαλυφθεί. Πρόσεχε όμως, διότι όσοι δεν είναι καθαροί σε ψυχή και νου τους δεν θα βρουν ποτέ αυτό που θέλουν!» Η τελευταία περίοδος τον έβαλε σε σκέψεις. επιθυμία του όμως να το ανοίξει υπερνίκησε και άνοιξε το κουτί. Ξαφνικά, ένα φως αλλόκοτο, ζεστό αλλά κάπως σκοτεινό αναδέχθηκε από το κουτί ενώ ακούστηκε ένας απαλός και ημείς ήχος, με μεγάλη όμως ισχύ. Ο Σπύρος πετάχτηκε πίσω από τον φόβο του αλλά και την έκπληξη του. Πριν όμως προλάβει να κάνει κάτι, το φως άλλαξε μορφή και από εκεί που ήταν διάχυτο στο δωμάτιο, έγινε κάτι σαν άνθρωπος, που προκάλεσε μια παράξενη στην κάρδια του Σπύρου. Η μορφή άρχισε να μιλεί, αλλά πάνω που ο κύριος Παπασπυρου τρόμαξε ότι δεν θα καταλάβαινε τι θα έλεγε η μορφή, άρχισε να ακούει μια φωνή ουδέν ομίλαγε στα αυτιά του αλλά στην ιδία του την ψυχή. «Καθαρός στην ψυχή σου τελείς δεν εισαι, δεκτος όμως είσαι» είπε η μορφή και τον ρούφηξε στο κουτί. Μόλις ανέκτησε τις αισθήσεις του, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε ένα μεγάλο σπήλαιο. ¨Ήταν σε μια αμμουδιά, ενώ μπροστά του ήταν μια τεράστια λίμνη που είχε νερά που έβγαζαν ένα φως όμοιο με της μορφής. Κάτω στον πάτο της λίμνης είδε ένα πέρασμα. «Κολύμπα και μη φοβάσαι» είπε μια φωνή, επιβεβαιώνοντας τις σκέψεις του. Πετάχτηκε αμέσως στα νερά. Τα νερά όμως δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση και μπόρεσε να αναπνεύσει μέσα τους. Γρήγορα βρέθηκε στο πέρασμα. Το πέρασμα ήταν μακρύ αλλά δεν άργησε να βρεθεί στην άλλη πλευρά. Αν και δεν είχε καλή ορατότητα, ήξερε ότι δεν ήταν πια μέσα στο σπήλαιο. Μόλις αναδύθηκε είδε ότι ήταν σε μια παραλία. Πίσω του μακριά ήταν ένα πελώριο βουνό και μπροστά του μια ατελείωτη γαλάζια θάλασσα. Ο ήλιος ήταν πιο δυνατός και τα πάντα φαίνονταν «άριστα», σε σχέση με πως τα ήξερε. Όταν βγήκε στον ακτή, που δεν έμοιαζαν σε ανθρώπους όπως τους ήξερε αλλά στην μορφή που βρήκε στο κουτί. -Καλωσόρισες! του είπαν αυτοί -Μα που βρίσκομαι, τι είστε και … ποιος είμαι; -Ούτε ξέρουμε που βρίσκεσαι, όπως και εμείς, δεν ξέρουμε από πού ήρθες, ο καθένας μας ήρθε από διαφορετικό μέρος αυτού του κόσμου. Αλλά ξέρουμε ένα πράγμα σίγουρα. Είμαστε όλοι άνθρωποι. Τότε ο πρωταγωνιστής μας συνειδητοποίησε ότι είχε ξεχάσει το όνομα του και ένα άλλο αντηχούσε μέσα του. Συνειδητοποίησε ότι ήταν όμοιος με τις μορφές. Πάνω από όλα συνειδητοποίησε ότι δεν θυμόταν τίποτα πριν από το σπήλαιο. Ο Σπύρος Παπασπύρου δεν βρέθηκε ποτέ. Όταν η αστυνομία, ψάχνοντας τον μπήκε στο σπίτι του, το μονό που υπήρχε εκεί ήταν η πλακά και το κουτί. ΣΤΕΛΛΑ ΜΙΧΕΛΑΚΗ ΕΝΑ ΑΞΕΧΑΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Τελευταία μέρα σχολείου σήμερα, 14 Ιουνίου. Μέσα στην τάξη υπάρχει μια ανυπόφορη νευρικότητα όσο περνάνε τα λεπτά και έρχεται η λήξη της σχολικής χρονιάς. Ειδικά για την τάξη μου είναι μια σημαντική χρονιά αφού θα πάμε στο γυμνάσιο. Εγώ φέτος θα πάω διακοπές στη Σύμη. Λένε ότι είναι μαγευτικό νησί. Θα μείνω με τα ξαδέρφια μου που μένουν εκεί, την Λίτσα και τον Παύλο. Η Λίτσα είναι 20 και ο Παύλος 16,όμως αν και είμαι μικρότερη η γιαγιά λέει ότι είμαι πιο λογική από αυτούς . Στη Σύμη έχω ξαναπάει όταν ήμουν 2 χρόνων ,έτσι δεν θυμάμαι και πολλά .Το μόνο που θυμάμαι είναι η θέα από το μοναδικό μπαλκόνι του σπιτιού, το ηλιοβασίλεμα ήταν μαγευτικό. Μετά από 10 μέρες … Επιτέλους έφτασα σε αυτό το υπέροχο νησί. Η Λίτσα ήρθε να με πάρει πρωί πρωί από το λιμάνι με το παλιό φορτηγάκι του παππού. Είναι πολύ όμορφη και ψηλή. Μου είχαν ετοιμάσει το δωμάτιο με το μπαλκόνι για να μείνω. Αργότερα πήγαμε για μπάνιο στην πιο γνωστή παραλία του νησιού. Εκεί συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ήταν λουσμένος στο φως του ήλιου. Για μια στιγμή διασταυρώθηκε το βλέμμα μας και τότε άρχισαν όλα. Όταν γυρίσαμε στο σπίτι προσπάθησα να ρωτήσω διακριτικά την ξάδερφή μου αν τον γνώριζε και πέτυχε. Μου είπε ότι τον λένε Άγγελο ,ότι είναι 15 και είναι ο γιός του δήμαρχου. Το επόμενο πρωί ξύπνησα νωρίς και έτσι αποφάσισα να πάω μια βόλτα. Όταν γύρισα ευτυχώς δεν είχαν ξυπνήσει κι έτσι δεν χρειάστηκε να δώσω εξηγήσεις για το που ήμουν. Πήραμε όλοι μαζί πρωινό και μετά εγώ τηλεφώνησα στις φίλες μου για να δω πως τα περνούσαν . Το απόγευμα πήγα για ψώνια με την Λίτσα. Καθώς περπατούσαμε τον είδα με τους φίλους του στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μάλιστα ο ένας ήξερε τη Λίτσα γιατί τη χαιρέτησε, έτσι πλησιάσαμε για να χαιρετήσουμε κι εμείς. Φυσικά ρώτησαν ποια είμαι εγώ αφού δεν με είχαν ξαναδεί. Ο Άγγελος με είχε καρφώσει με το βλέμμα του αλλά δεν έκανε καμία κίνηση ,είτε γιατί δεν ενδιαφερόταν είτε γιατί ήταν μαζί με τους φίλους του. Η σκέψη του με προβλημάτισε όλο το βράδυ ,δεν έκλεισα μάτι. Την επομένη μέρα έφυγα κατευθείαν για τη θάλασσα μόνη μου. Στη θάλασσα μπορούσα να σκεφτώ πιο καθαρά. Όταν πια πήγε 12 το μεσημέρι αποφάσισα να γυρίσω σπίτι. Εκείνη τη στιγμή με πλησίασε και με χαιρέτησε <<Γεια εγώ είμαι ο Άγγελος .Συναντηθήκαμε την προηγούμενη φορά όταν ήσουν με τη Λίτσα>>. Είχα κοκαλώσει, δεν ήξερα τι να πω <<Ναι γεια. Τι κάνεις;>>. Είχε ένα πανέμορφο χαμόγελο <<Είμαι μια χαρά. Εσύ πως τα περνάς στο νησί μας;>> <<Είναι τέλειο ,σαν ένας μικρός επίγειος παράδεισος>>. Μιλήσαμε αρκετή ώρα, όμως κάποια στιγμή κατάλαβα ότι είχα αργήσει υπερβολικά <<Μου αρέσει πολύ η κουβέντα μας αλλά πρέπει να γυρίσω σπίτι γιατί θα ανησυχούν>>. <<Καλά τότε, όμως θα μπορούσαμε να συναντηθούμε αργότερα;>>. <<Θα ήθελες ; >>. <<Πολύ. Τι λες, να συναντηθούμε στις 7 εδώ;>>. <<Ωραία>>. Ο όλο το μεσημέρι δεν μπορούσα να ηρεμίσω. Είχα ένα τρομερό άγχος. Επιτέλους έφτασε το απόγευμα και αποφάσισα ότι ήταν ώρα να ετοιμαστώ. Φόρεσα ένα άσπρο φόρεμα μέχρι το γόνατο και τις καφέ πλατφόρμες μου. Όταν έφτασα στην παραλία, αυτός ήταν ήδη εκεί. Ήταν πολύ νευρικός μέχρι να με δει.<< Γεια .Είσαι πολύ όμορφη>>. Κοκκίνισα <<Ευχαριστώ .Λοιπόν τι έχει το πρόγραμμα;>>. Με κοίταξε απορημένα <<Ε, δεν ξέρω . Εσύ τι θα ήθελες ;>>. <<Πάμε στην πλατεία;>>. <<Εντάξει>>. Οι μέρες πέρασαν και αυτή η συνάντηση έγινε ρουτίνα. Κάθε μέρα συναντιόμασταν και πηγαίναμε βόλτα. Σε μια εβδομάδα είχα γυρίσει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού. Η Λίτσα είχε καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε και έτσι προσπάθησε να μου μιλήσει γι’αυτό. Της είπα ότι εδώ και λίγο καιρό συναντιέμαι με τον Άγγελο. Με ρώτησε αν έχει συμβεί τίποτα και της είπα όχι αφού άλλωστε ήταν και η αλήθεια. Λίγο αργότερα, όταν τον συνάντησα ένιωθα ότι κάτι είχε συμβεί αλλά δεν ήθελα να ρωτήσω. Έτσι προσπάθησα να κάνω ότι δεν έχω καταλάβει τίποτα . Τελικά μου είπε τι συνέβαινε <<Αλίκη, θέλω να δοκιμάσω κάτι>>. Τότε έσκυψε και με φίλησε. Εγώ πάγωσα. Μετά από αυτό βρισκόμασταν περισσότερο και πια βγαίναμε και με τους φίλους του. Όλα αυτά για την ομορφιά της πρώτης αγάπης ,που είχα διαβάσει τόσες φορές στα βιβλία και είχα δει στις ταινίες δεν είχαν καμία σχέση με το να τη ζεις στην πραγματικότητα. Είναι σα να πετάς στα σύννεφα ,σα να ζεις σε μια δικιά σου πραγματικότητα. Κάθε μέρα που περνούσε αυτό που είχαμε γινόταν και πιο έντονο. Όμως ο καιρός πέρασε και ήρθε η ώρα που έπρεπε να επιστρέψω , έτσι αποφάσισα να του πω ότι θέλω να μιλήσουμε. Το βράδυ, όταν βρεθήκαμε του το ανακοίνωσα. Ήταν και η τελευταία φορά που μιλήσαμε. Η Λίτσα μου είπε αν θέλω να του μιλήσει αλλά της είπα ότι μπορεί και να είναι καλύτερα έτσι. Δεν ήρθε ούτε να με αποχαιρετήσει την επόμενη μέρα, όπου και έφυγα. Μακάρι να μην είχε τελειώσει έτσι η ιστορία της Αλίκης… Στοιχεία Μαθητή Ονοματεπώνυμο: Τοανόγλου Ανδρομάχη Τάξη: ΑΓ1 Στοιχεία Σχολικής Μονάδας Γυμνάσιο Ροδίων Παιδεία Ηλία Βενέζη 85100 Ρόδος 2241060750/2241060752/2241001422/2241001400 info@rpschool.gr "Τα κέρινα φτερά " Ειλικρινά, δεν ξέρω πως ξεκινά η ιστορία μου. Σίγουρα αυτό οφείλεται στο ότι είμαι ορφανός. Τώρα στα είκοσί μου χρόνια, ήρθα εδώ στην Ελλάδα για να σπουδάσω και να βρω ένα καλύτερο αύριο από αυτό που μου προσέφερε η χώρα μου Αλβανία. Τα πρωινά στη Ελλάδα είναι πολύ όμορφα. Ειδικά από το διαμέρισμα που νοικιάζω, βλέπω ξεκάθαρα τον ήλιο που ανατέλλει. Σήμερα είναι η πρώτη μου μέρα στη σχολή. Ανυπομονώ να κάνω καινούριους φίλους και να μάθω για τη ζωή τους. Όταν έφτασα στη σχολή δεν ήταν κανείς στη αυλή, μόνο ο επιστάτης άνοιγε το εστιατόριο. Έτρεξα μέσα διότι είχα αργήσει. Ρωτάω στη γραμματεία που βρίσκεται η τάξη μου και χωρίς να χάσω λεπτό ανεβαίνω στον πρώτο όροφο, όπου τελικά βρίσκω την αίθουσα Α3. Αρχικά διστάζω να μπω μέσα, αλλά ξαφνικά βρίσκομαι μπροστά στον καθηγητή, ο οποίος με συστήνει χαμογελαστά στους συμφοιτητές μου. Την ώρα του διαλείμματος, το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια δευτεροετή. Ήταν πραγματικά πανέμορφη! Ξανθά μαλλιά σαν τις αχτίδες του ήλιου και τα γαλάζια μάτια της σαν το χρώμα της απέραντης θάλασσας. Δεν είχα δει ωραιότερο κορίτσι στη ζωή μου! Θέλησα να την πλησιάσω, αλλά εκείνη με πρόλαβε. -Γεια σου, με λένε Ελένη. -.Γεια! - Είσαι καινούριος εδώ; -Ναι. -Ααα... ωραία. Και από που μας έρχεσαι? -Αλβανία. Ύστερα από αυτή μου την απάντηση έκανα να την δω τρεις μέρες! Με απέφευγε!!! Μα γιατί; Επειδή είμαι Αλβανός; Ποτέ δεν πίστευα πως η προέλευσή μου θα ήταν εμπόδιο κάποτε. Μετά από μέρες, καθώς καθόμουν σκεφτικός, στα σκαλιά του προαυλίου, έτοιμος να καταρρεύσω, με πλησίασε ένα κορίτσι από την τάξη μου, η Μαρία. Δεν την είχα προσέξει ποτέ, παρ' όλο που βρισκόμαστε στην ίδια τάξη. Δεν ήταν εξωστρεφής και κοινωνική όσο η Ελένη και αφοσιωνόταν στα μαθήματά της. -Μήπως μπορείς να μου πεις για την εργασία της Πέμπτης; -Οι οδηγίες είναι γραμμένες πάνω στον πίνακα! (Δεν ξέρω πως μου ήρθε και της απάντησα τόσο απότομα!) -Εντάξει! Πάω να τις πάρω μόνη μου αφού σε ενοχλώ! Δυστυχώς δεν πρόλαβα να την σταματήσω και έφυγε! Έφτασα νωρίς στο σπίτι. Παρήγγειλα απ' έξω και σε λίγο το φαγητό έφτασε. Έφαγα βιαστικά και ξεκίνησα το διάβασμα. Σύντομα κατάλαβα πως δεν είχα γράψει τις οδηγίες για την εργασία της Πέμπτης. Αν δεν φερόμουν έτσι στην Μαρία και ήμουν πρόθυμος να την βοηθήσω θα το έπαιρνα είδηση νωρίτερα. Το επόμενο πρωί περίμενα να τελειώσει η παράδοση και στο διάλειμμα πλησίασα την Μαρία. -Συγγνώμη για χτες, δεν έπρεπε να σου μιλήσω έτσι, απλώς ήμουν ψυχολογικά φορτισμένος! -Και που οφείλεται αυτό αν "επιτρέπεται"; -Η Ελένη… -Ααα… Συνηθισμένη περίπτωση. Δεν είσαι ο πρώτος που έφαγε πόρτα! -Τι θα πει αυτό; -Άστο. Ελληνικά που δεν καταγράφονται στα βιβλία μας. -Χαχαχα… Ξέρεις να κάνεις τους άλλους να γελάνε!!! -Ευχαριστώ! Ξαφνικά χτυπά το κουδούνι και όλοι τρέχουν να προλάβουν. Στο βάθος του μυαλού μου ήξερα πως έπρεπε να εντυπωσιάσω την Ελένη με κάποιον τρόπο (με ποιον όμως ήταν το θέμα.) Η ανυπομονησία με είχε καταβάλει! Θα παίρναμε τα διαγωνίσματα τα χθεσινά! Ο κύριος δίνει πρώτα σε εμένα το γραπτό! 9/10!!! Είχα διαβάσει σκληρά για τούτη την εξέταση. Η Μαρία όπως πάντα 10, ενώ η Ελένη 2. Βέβαια δεν φάνηκε να την ενοχλεί καθόλου! Σίγουρα ο βαθμός μου δεν ήταν ο τρόπος που θα την εντυπωσίαζε (αφού και τότε ούτε που με κοίταξε!) Ήμουν σκεφτικός το βράδυ και αναρωτήθηκα μήπως θα έπρεπε να αλλάξω χαρακτήρα ,ακόμα και παρέες. Τελικά αυτό έκανα και το επόμενο πρωί. Καθώς πήγαινα στη σχολή σταμάτησα για να αγοράσω ένα πακέτο τσιγάρα. Όχι δεν καπνίζω, αλλά νόμιζα πως αυτό θα με έκανε πιο "δημοφιλή"! Λίγο πριν την εξώπορτα άναψα το τσιγάρο. Αηδίαζα και μόνο με την μυρωδιά, αλλά δεν ξέρω τι είχα στο μυαλό μου. Δεν μπήκα νωρίς στη τάξη, όπως συνήθιζα γιατί οι περισσότεροι αργούσαν. Και... αφού ήθελα να γίνω σαν αυτούς, τους μιμήθηκα. Με το ΄΄πολύ μυαλό΄΄ που κουβαλούσα λοιπόν έχασα όλη την παράδοση και τα αποτελέσματα των εργασιών της Πέμπτης!!! Απ΄ ό,τι καταλαβαίνετε δεν εμφανίστηκα στην τάξη τελικά και το κουδούνι δεν άργησε να χτυπήσει. Μετά από λίγη ώρα συνάντησα την Μαρία στον διάδρομο. -Γεια σου τι κάνεις; -Καλά, ευχαριστώ. -Τι έγινε και δεν ήρθες στο μάθημα; -Αν σου πω δεν θα το πεις σε κανέναν, συνεννοηθήκαμε; - Ναι φυσικά. Αφού είμαστε φίλοι! -Σκέφτηκα πως αν άλλαζα θα άρεσα στην... -Κατάλαβα στην Ελένη! Εκεί οφείλεται λοιπόν και το ξαφνικό κάπνισμα. Αχ! Και εσύ με λάθος τρόπο πας να την κερδίσεις! Με κέρινα φτερά! -Τι εννοείς κέρινα φτερά; -Έχεις ακούσει την ιστορία με τον Ίκαρο και τον Δαίδαλο; -Κάτι έχω ακουστά! Αλλά τι σχέση έχει αυτό με την δική μου την περίπτωση; -Ο Ίκαρος στο τέλος πέφτει και πεθαίνει επειδή ήθελε να ανέβει ψηλά! Εσύ, λοιπόν, προσπαθείς να ανέβεις ψηλά. Το μέσο όμως που χρησιμοποιείς είναι λάθος και κάποια στιγμή θα πέσεις τόσο χαμηλά που ούτε σε αυτή δεν θα αρέσεις! Έμεινα άφωνος! Τελικά λίγη σκέψη ήθελε και ο μύθος ταίριαζε απόλυτα με την περίπτωσή μου. Τελείωσα, λοιπόν, τη σχολή και τώρα έχω τη δική μου επιχείρηση! Στην ζωή μου υπάρχουν πια δύο γυναίκες. Η γυναίκα μου η Μαρία και η κόρη μας! Από εκείνη την μέρα στη σχολή έμαθα να ζω δίχως τα αυστηρά κριτήρια των άλλων, αλλά με εκείνα της δικής μου καρδιάς. Η ιστορία μου δεν τελειώνει εδώ, ούτε εκεί! Τελειώνει ψηλά στον ουρανό εκεί που τελικά κατάφερα να φτάσω με αληθινά φτερά! ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΤΟΑΝΟΓΛΟΥ Όνομα: Δέσποινα Κόκκου Σχολείο: 8ο Γυμνάσιο Κορυδαλλού Τηλ: 2104963105 Αναζήτηση φίλων Σήμερα το πρωί ένιωθα σαν κάτι να πίεζε το στομάχι μου τόσο δυνατά που αισθάνθηκα πως ήταν έτοιμο να εκραγεί. Δεν ήταν για το διαγώνισμα που θα γράφαμε αλλά για την επιθυμία μου να ξαναδώ τη μητέρα μου… Την τελευταία φορά που την είδα ήταν τότε που έπρεπε να φύγει για δουλειές στο εξωτερικό. Ακόμα θυμάμαι τα κατάξανθα μαλλιά της μαζεμένα σε μια αλογοουρά, όπως τα μάζευε συνήθως, και τα απαλά χείλη της να ακουμπάνε το κούτελο μου και να μου λέει: «Καληνύχτα γαλανομάτα μου, θα τα ξαναπούμε σύντομα >>. Αυτή τη στιγμή ήταν λες και ήξερε ότι θα συμβεί το δυστύχημα και απλά με αποχαιρέτησε με ένα φιλί… Αν δεν σας συστήθηκα, με λένε Αμαλία Ζοσιάδη. Όλοι στο σχολείο με μισούν και χειρότερος εχθρός μου είναι η Ανδριάνα Μάρκου. Ένα κορίτσι που άλλες φορές με κοροϊδεύει και άλλες με αγνοεί. Με τα μαθήματα τα πάω πολύ καλά. Αν και ποτέ δε μου άρεσε το σχολείο, η μητέρα μου μου ζητούσε πάντα να είμαι η καλύτερη. Από τότε που πέθανε προσπαθώ να κάνω όλα όσα μου έλεγε, ώστε να είναι περήφανη για μένα - όπου κι αν βρίσκεται τώρα. Οι χειρότερες ώρες της ημέρας είναι αυτές του σχολείου. Ξέρω ότι όλοι με κοροϊδεύουν και με θεωρούν… «φυτό». Εγώ δεν ασχολούμαι μαζί τους, απλά τους αγνοώ. Όταν μπήκα σήμερα μέσα στην τάξη, κανείς δε γύρισε να με κοιτάξει. Ούτε ένα υποτιμητικό ή έστω αδιάφορο βλέμμα , από αυτά που καθημερινά εισπράττω, δεν έπεσε πάνω μου … Μα ποιος θα ασχολιόταν μαζί μου ,αφού ανάμεσα στα παιδιά, ως μαθητής, καθόταν ένας νέος τραγουδιστής, ο Σ.Ρ., πολύ δημοφιλής στα παιδιά της ηλικίας μου. Θυμήθηκα πως είχε δεχτεί την πρόταση του Μουσικού μας να έρθει και να μας μιλήσει για τα τραγούδια του .Όλοι είχαν ενθουσιαστεί, όταν μας το είχαν ανακοινώσει. Για μένα όμως ήταν παντελώς αδιάφορος, αφού ακούω μόνο ξένη μουσική. Ο καθηγητής μου έγνεψε να καθίσω. Προτίμησα να αποχωρήσω διακριτικά από την αίθουσα και να ξαναγυρίσω σπίτι. Κανείς άλλωστε δεν είχε καταλάβει ούτε και θα αντιλαμβανόταν την απουσία μου … Μπαίνοντας μέσα , είδα ότι είχα ξεχάσει το laptop μου ανοιχτό. Πριν το αποσυνδέσω έκανα μια απόπειρα να συνδεθώ με το internet . Ω! το πολυσυζητημένο facebook με καλούσε. Τώρα τελευταία όλοι γι αυτό μιλούσαν. Τι στο κάλο είναι και το συζητούσανε όλοι μέσα στην τάξη μου; Εγώ το μόνο που είχα ήταν ένα mail για να επικοινωνώ με μια φίλη μου, ή μάλλον την μοναδική μου φίλη, που δυστυχώς έμενε στο Miami. Τόλμησα και το επέλεξα. Κατάλαβα πολύ γρήγορα πώς να το χρησιμοποιήσω και μια και δεν είχα τι να κάνω αποφάσισα να βρω νέους φιλους. Πριν λίγες ημέρες μου είχε στείλει η φίλη μου το Face book της και με παρότρυνε να ανοίξω λογαριασμό και να κάνω έτσι φίλους. Ήξερε πολύ καλά το πρόβλημά μου… Γιατί όχι λοιπόν; Αναζήτηση φίλων! Ξεκίνησα δυναμικά και πολύ γρήγορα είχα αρκετούς, άγνωστους βέβαια, αλλά είχαμε κοινά ενδιαφέροντα. Τόσο εύκολο είναι λοιπόν να κάνεις φίλους; Μετά από ώρες πλοήγησης στο face book είχα ξεχωρίσει μια κοπέλα συνομήλική μου και μιλάγαμε για πολλή ώρα. Χρησιμοποιούσε το όνομα Αντρι.Μι. Άκουγε ξένη μουσική, αγαπούσαμε τον ίδιο τραγουδιστή ,διαβάζαμε τα ίδια βιβλία . Τι ωραία! Ήμουν έτοιμη να τη ρωτήσω το πραγματικό της όνομα, όταν με καληνύχτισε και διέκοψε την επικοινωνία. Αφού κανένας άλλος δεν ήταν μέσα έκλεισα το laptop και πήγα να διαβάσω . Σκεφτόμουν ότι η μέρα μου σήμερα ήταν σχετικά καλή, αφού γνώρισα και μίλησα με πολλά άτομα. Αλλά περισσότερο γιατί είχα γνωρίσει την Αντρι.Μι. Κρίμα που δεν έμαθα το πραγματικό της όνομα! Πώς μπορεί να μη ξέρεις το πραγματικό όνομα του φίλου σου; Γιατί την αισθάνθηκα φίλη μου! Τη στιγμή μάλιστα που μου εμπιστεύτηκε κάτι σημαντικό για εκείνη, ένιωσα λες και ήμασταν για χρόνια φίλες, οι καλύτερες φίλες. Μου είπε ότι πριν από πολλά χρόνια την είχαν εγκαταλείψει οι γονείς της και τώρα έμενε με τους θείους της, οι οποίοι ήταν πολύ καλοί και σίγουρα δεν θα την εγκατέλειπαν. Της είπα τότε και εγώ με την σειρά μου για το δυστύχημα της μητέρας μου. Ήταν πολύ ωραίο συναίσθημα να νιώθεις κάποιον κοντά σου και να του λες ό,τι σε βασανίζει. Τόσα χρόνια δε μίλαγα ανοιχτά σε κανέναν, αλλά εκείνη ήταν διαφορετική. Ίσως, το γεγονός ότι δεν την έβλεπα και δεν ντρεπόμουν με έκανε να αισθάνομαι ασφαλής και πιο φιλική. Από τότε επικοινωνούσαμε καθημερινά και ήταν για μένα η καλύτερη στιγμή της ημέρας. Ανυπομονούσα να τελειώσω τα μαθήματά μου και να μιλήσουμε . Πόσο είχα ανάγκη να μιλήσω με κάποιον που με καταλαβαίνει , ακόμα κι ας μην ξέρω το όνομά του … Η στιγμή που βγαίνουμε από το Facebook όμως είναι η χειρότερη! Κλείνω το laptop και μένω πάλι μόνη! Και ξανά πάλι διάβασμα ,ύπνος, σχολείο, ώσπου έρχεται η ώρα της… παρέας! Τώρα είναι δέκα άτομα μέσα και μιλάω σε όλους! Έχω γίνει πολύ κοινωνική! Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου και όλοι δείχνουν ότι με συμπαθούν… Μετά από λίγο μπαίνει και η Αντρι.Μι. Νιώθω πολύ χαρούμενη! Της ζήτησα να μου πει ό,τι καλύτερο της συνέβη τις τελευταίες μέρες στο σχολείο της. Η απάντησή της με ακινητοποίησε λες και με χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα! Μου είπε ότι είχε έρθει την προηγούμενη Δευτέρα ο γνωστός τραγουδιστής Σ.Ρ ,καλεσμένος από το Μουσικό τους και τους μίλησε για τα τραγούδια του. Οι λέξεις άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου , να με ζαλίζουν, λες και ήθελαν να παίξουν μαζί μου. Δεν καταλάβαινα τι διάβαζα! Δεν μπορεί να είναι αλήθεια! Αυτό είχε γίνει στο δικό μου σχολείο, στη δική μου τάξη , με τους δικούς μου αντιπαθητικούς συμμαθητές! Ποια ήταν η καλύτερή μου φίλη; Την παρακάλεσα να μου αποκαλύψει το πραγματικό της όνομα, σχεδόν την ικέτεψα! Αντριάνα Μάρκου, μου έγραψε και μου ζήτησε να της γράψω και το δικό μου. Αμαλία Ζοσιάδη της έγραψα. Σιωπή! Η Αντριάνα Μάρκου, η χειρότερη εχθρός μου στο σχολείο , μέσα από το facebook έγινε η καλύτερη φίλη μου! Να κλάψω ή να χαρώ ; Το επόμενο πρωί τα βήματα μου προς το σχολείο ήταν άλλοτε βαριά και άλλοτε ανάλαφρα . Η καρδιά μου χτύπαγε σαν τρελή και ο δρόμος ατελείωτος! Την είδα από μακριά και κοντοστάθηκα .Συνέχισα να περπατώ διστακτικά ,το ίδιο κι εκείνη . Ένιωθα το βλέμμα της πάνω μου να παρακολουθεί κάθε μου βήμα. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Πλησιάσαμε η μία την άλλη . Ήταν η πιο ωραία στιγμή της ζωής μου τα τελευταία χρόνια. Εγώ και η Αντριάνα Μάρκου ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο και είπαμε την πρώτη μας καλημέρα. Μπήκαμε μαζί μέσα στην τάξη… Μιμίδης Αλέξανδρος Τάξη Β΄ 2ο Γ. Λ. Νέας Φιλαδέλφειας Γιατί είμ' εγώ πολύ μικρός και θλιβερός ηθοποιός Ησυχία... Ηθοποιός, σημαίνει φως Τα φώτα ανάβουν. Η καρδιά χτυπάει δυνατά και νομίζεις πως αντηχεί σε ολόκληρη την αίθουσα. Ξαφνικά νιώθεις ένα πολύ περίεργο συναίσθημα... Δεν είσαι πια εσύ. Έχεις το ίδιο σώμα, τα ίδια μάτια, μύτη, στόμα, χέρια, αλλά το πνεύμα σου έχει αλλάξει. Δεν είσαι πια ο Αλέξανδρος, ο Βασίλης, η Μαρία, η Σοφία... Είσαι κάποιος άλλος. Κάποιος που δεν ξέρεις, αλλά την ίδια στιγμή τον ξέρεις κι απ' έξω... Έτσι κι αλλιώς, εσύ τον έχεις δημιουργήσει... Εσύ του δίνεις ζωή, κίνηση, μιλιά, υπόσταση... Μέσα στα εκτυφλωτικά φώτα και τη ζέστη της σκηνής βλέπεις τον συμπρωταγωνιστή σου... Μπορεί στην αληθινή ζωή να είστε φίλοι, γνωστοί ή "εχθροί"... Πάνω στη σκηνή όμως, μπορεί να είστε αντίζηλοι, καλύτεροι φίλοι, παντρεμένοι ή εραστές... Κι έτσι τον νιώθεις εκεί πάνω... Αρχίζεις να μιλάς, να κινείσαι, να αντιδράς... Προκαθορισμένα λόγια, κινήσεις, συναισθήματα. Όμως είναι πραγματικά καθορισμένα; Γιατί κάθε φορά βάζεις κάτι καινούριο, ανακαλύπτεις μια όψη του χαρακτήρα σου που μπορεί να μην είχες σκεφτεί ποτέ! Ο χρόνος περνάει αστραπιαία, δεν καταλαβαίνεις πώς... Μπαίνεις στα παρασκήνια. Τώρα, είσαι πάλι ο εαυτός σου που παλεύει με το χρόνο και τα ρούχα για να προλάβει την επόμενη σκηνή. Και άντε πάλι από την αρχή... Ένας φαύλος κύκλος. Όμως πραγματικά ξέρεις πως έχεις δώσει την ψυχή σου για αυτό που κάνεις. Ζεις τη στιγμή που είσαι μούσκεμα από τον ιδρώτα, λαχανιασμένος, αγχωμένος. Πρέπει να τα ξεχάσεις όλα και να βγεις σαν να γεννήθηκες εκείνη τη στιγμή, σαν να μην έχεις έγνοιες, σαν να μη σε ενοχλεί τίποτα. Τις στιγμές αυτές δεν σε νοιάζει τίποτα. Όλα τα προβλήματά σου έχουν εξαφανιστεί. Ή τουλάχιστον τα κρύβεις για λίγο. Γι’ αυτό άλλωστε είσαι και "ηθοποιός". Τόσους μήνες δουλειάς, τόσος χρόνος που αφιέρωσες, όλες οι χαρές, οι αγωνίες, όλα αυτά για αυτές τις λίγες στιγμές πάνω στη σκηνή. Κι όμως άξιζε. Όλος αυτός ο αγώνας με τον εαυτό σου, για να αποδείξεις πως μπορείς να το κάνεις, και τελικά τα κατάφερες. Είσαι εδώ, και κάνεις αυτό που σου αρέσει. Και όπως αλλάζεις ρούχα και μπαινοβγαίνεις στη σκηνή, ξαφνικά, συνειδητοποιείς πως ήρθε η τελευταία φορά. Είναι η τελευταία σου ευκαιρία να βγεις εκεί έξω και να συγκινήσεις, να δώσεις χαρά. Βγαίνεις. Κάνεις ό,τι πρέπει, ακριβώς όπως το θες... Τα φώτα που σε έκαιγαν όλη τη βραδιά ξαφνικά σβήνουν. Ο χρόνος σταματά. Περνούν κάποια δευτερόλεπτα, που σου φαίνονται αιώνας. Θα χειροκροτήσουν; Τους άρεσε; Επιτέλους, η αίθουσα γεμίζει με τους ήχους χειροκροτημάτων. Ανοίγεις τα μάτια. Βλέπεις όλους αυτούς που σε κοιτούσαν προσεκτικά όλη τη νύχτα και κρέμονταν από τα χείλη σου όρθιους, χαμογελαστούς... Είναι σαν να έφυγε όλο το βάρος της νύχτας από πάνω σου. Υποκλίνεσαι. Στο μυαλό σου χιλιάδες σκέψεις, η μία μετά την άλλη... “Επιτέλους! Τελείωσε!! ” “Αυτό ήταν, πήγε πολύ καλά!” “Πάει, όλοι οι μήνες δουλειάς απέδωσαν” “Δηλαδή δεν θα ξαναζήσω κάτι τέτοιο;” “Θα συνεχίσω να βλέπω τους ανθρώπους που στάθηκαν δίπλα μου;” “Τελείωσε...” Ησυχία... ΣΤΕΛΛΑ ΜΙΧΕΛΑΚΗ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΕΦΗΒΗΣ Η Θέλξη είναι μια έφηβη, που πηγαίνει στο 3η γυμνασίου. Ζει με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη. Έχει δυο αδέρφια, την Λία και τον Αγάπιο. Η μητέρα της Θέλξης είναι η Δέσποινα η οποία είναι πολιτικός μηχανικός και ο πατέρας της είναι ο Θόδωρος που δουλεύει ως αρχιτέκτονας. Στο σχολείο η Θέλξη, έχει πολύ καλές σχέσεις με τους συμμαθητές της και είναι μια πάρα πολύ καλή μαθήτρια. Ο μεγάλος έρωτάς της είναι ο Βασίλης, που πηγαίνει στην 3η λυκείου. Εκείνη τον αγαπάει παράφορα αλλά δεν έχει την δύναμη να τον πλησιάσει. Ξυπνάει και κοιμάται με την σκέψη του. Τον σκέφτεται δίπλα της να την αγκαλιάζει και να της λέει πως για αυτήν θα έκανε τα πάντα. Σε αντίθεση ο Βασίλης δεν ξέρει ούτε καν το όνομα της. Την ξέρει μόνο από το πρόσωπο. Ο Βασίλης έχει πρόσφατα χωρίσει από την κοπέλα του, κάτω από άσχημες συνθήκες και δεν ήταν σε θέση να κάνει μια καινούργια σχέση. Παρόλα αυτά η Θέλξη βρήκε το θάρρος να του εκφράσει τα συναισθήματα της. Αυτός, της εξήγησε ότι δεν είναι έτοιμος για κάτι καινούργιο και ότι θα ήθελε να αρχίσουν ως φίλοι. Όσο περνούσε ο καιρός, ο Βασίλης ένιωθε την Θέλξη σαν κολλητή του φίλη και της έλεγε όλα του τα μυστικά και όλες του της γνωριμίες. Όμως αυτή αντί να χαίρεται στενοχωριόταν που αυτός δεν ανταποκρινόταν στα βαθύτερα συναισθήματά της. Έτσι προτίμησε να τον έχει ως φίλο της παρά να τον χάσει εντελώς. Όσο κυλούσε ο χρόνος τόσο η Θέλξη ήθελε να είναι μαζί του, ώσπου δεν άντεξε και του το είπε. Η απάντηση που πήρε ήταν ότι την έβλεπε μόνο σαν φίλη και τίποτα παραπάνω. Έτσι η κοπέλα επέλεξε να συνεχίσει την ζωή της και να ξεπεράσει τα συναισθήματα της για τον Βασίλη. Ένα χρόνο αργότερα, η Θέλξη πήγε στο λύκειο όμως τίποτα δεν άλλαξε μέσα της ούτε τα συναισθήματα της για το Βασίλη ούτε οι αναμνήσεις της από αυτόν, καθώς αυτός είχε φύγει. Στην τάξη της Θέλξης ήρθε ένα καινούργιο αγόρι από την Αθήνα. Όλα τα κορίτσια είχαν θαμπωθεί από την ομορφιά του και γενικά από την διαφορετικότητά του από τους υπόλοιπους. Το αγόρι αυτό λεγόταν Πάνος. Εκείνος όμως είχε θαμπωθεί μόνο από μια, την οποία αγάπησε από την πρώτη στιγμή και από το καθετί που είχε πάνω της. Το κορίτσι αυτό ήταν η Θέλξη. Στην αρχή, η σχέση τους ήταν τυπική σαν δυο συμμαθητές. Η σχέση όμως αυτή άρχισε να εξελίσσεται ως φλερτ και αργότερα ως σχέση. Οι παρέες του Πάνου στην Αθήνα ήταν οι χειρότερες. Είχε μπλέξει με παράνομα κυκλώματα, που εμπλέκονταν σε εμπόριο ναρκωτικών. Στην Θεσσαλονίκη πήγε με την προτροπή των γονιών του για να αποκόψει από αυτές τις παρέες που τον παρέσυραν στην εγκληματικότητα. Όσο περνούσε ο καιρός ο Πάνος είχε ηρεμήσει, είχε ξεφύγει από τα παλιά του λημέρια και ακολουθούσε έναν κανονικό τρόπο ζωής. Η σχέση του με την Θέλξη κυλούσε ομαλά καθώς τον είχε βοηθήσει να κάνει μεγάλη πρόοδο. Η Θέλξη περνούσε μια από τις καλύτερες στιγμές της ζωής της μαζί του. Νόμιζε ότι ήταν το πιο ευτυχισμένο άτομο στην γη! Μια απρόσμενη επίσκεψη τους έκανε να ξεχάσουν για λίγο τα όνειρά τους. Η ζωή τους διαταράχθηκε από τους παλιούς φίλους του Πάνου. Παρασύρθηκε ξανά και ξέχασε στην ζωή που είχε προσαρμοστεί ομαλά. Παρ’ όλα αυτά η Θέλξη προσπάθησε να τον συγκρατήσει όμως πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Χωρίς να το καταλάβει είχε βρεθεί να συμμετέχει στο κύκλωμα. Είχε αρχίσει να βγαίνει την νύχτα συχνά και οι γονείς της, είχαν καταλάβει ότι κάτι συνέβαινε και προσπάθησαν να της μιλήσουν. Το κορίτσι τους ανέφερε όλη την ιστορία και αυτοί αποφάσισαν να την κλείσουν στο σπίτι μέχρι να ξεχάσει τον Πάνο και να συνεχίσει κανονικά την ζωή της. Ο καιρός περνούσε, όμως η Θέλξη δεν άντεχε αυτή την ζωή. Έτσι προσπάθησε να το σκάσει από το σπίτι και να μείνει μαζί με τον Πάνο. Μετά από μήνες, το ζευγάρι βρέθηκε να κάνει διακίνηση ναρκωτικών. Η αστυνομία τους είχε στήσει ενέδρα. Στην προσπάθεια τους να ξεφύγουν ένας αστυνομικός έβγαλε περίστροφο και τους πυροβόλησε. Η Θέλξη είχε πέσει νεκρή από σφαίρα στο κεφάλι και ο Πάνος από σφαίρα στην καρδιά. Ακόμα και την ώρα που έπεσαν νεκροί ήταν πιασμένοι χέρι με χέρι. Ο τραγικός επίλογος μιας ανεκπλήρωτης αγάπης είχε γραφτεί. Η οικογένεια της Θέλξης έπεσε σε βαθύ πένθος που έχασαν την μεγαλύτερη κόρη τους. Αντίθετα οι γονείς του Πάνου δεν εμφανίστηκαν ούτε στην κηδεία του. Ο αστυνομικός δεν κατηγορήθηκε ποτέ για τον φόνο των δυο ανήλικων παιδιών, χωρίς να τους δώσουν την ελπίδα να αποκόψουν από την κακιά συνήθεια. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΜΗΝΑΣ Αν είχες μια επιλογή ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο , μια επιλογή για μια ανέμελη χωρίς βάσανα και στεναχώριες , μια ζωή ιδανική για τον οποιονδήποτε , τότε τη θα ήταν αυτό που θα μπορούσε να χαλάσει τη τελειότητα αυτής της ζωής ; γιατί κανένας δεν έχει τη τέλεια ζωή και κανένας δε μπορεί να είναι σίγουρος για τίποτα όσο ζει . Η Μαρία ήταν ένα κορίτσι το οποίο είχε πραγματικά τα πάντα ή μάλλον όλα όσα εκείνη θεωρούσε σημαντικά για τη ζωή της . Δεν ήταν πλούσια δεν είχε πολλά ρούχα άλλα εκείνη θεωρούσε ότι είχε τα πάντα αφού είχε αγάπη γύρω της και καλούς φίλους . Αλλά όπως είπαμε ποτέ δε μπορείς να ξέρεις τη μπορεί η ζωή να σου φέρει . Έτσι και η Μαρία που να φανταζόταν ότι σε λίγες μέρες ολόκληρη η ζωή της θα άλλαζε ,τίποτα για εκείνη δε θα ήταν το ίδιο πια . Και ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα . Εδώ και κάτι μήνες η Μαρία δεν αισθανόταν καλά αλλά δεν το έλεγε σε κανέναν γιατί δεν πίστευε πως ήταν από τη κούραση και τη πίεση του σχολείου μιας και πήγαινε Τρίτη λυκείου ήταν λοιπόν η χρονιά που θα υλοποιούσε τα όνειρά της , που θα πάλευε γι’αυτά . Γι’αυτό και δεν ήθελε να το πει στους γονείς για να μην τους ανησυχήσει χωρίς λόγο όπως νόμιζε η ίδια . Μετά από καιρό το θέμα με την κατάσταση της υγείας της χειροτέρευσε σε βαθμό που να μην μπορεί πλέον να συγκεντρωθεί απερίσπαστη στα μαθήματα της και επιπλέον την έκανε να ανησυχεί κιόλας . Έτσι αποφάσισε να κανονίσει ένα ραντεβού με το γιατρό , χωρίς να το πει σε κανέναν ούτε καν στους γονείς της . Εκείνο το απόγευμα , ενώ ετοιμαζόταν για το γιατρό , ο καιρός ήταν μουντός και άρχισε να βρέχει αυτό την έκανε να αισθανθεί ακόμα πιο άσχημα ,καθώς το είδε σαν κακό οιωνό για αυτά που θα άκουγε από το γιατρό . Παρόλα αυτά δε δείλιαζε –δεν είχε χρόνο γι’ αυτό έπρεπε να δει τη ήταν αυτό που την έκανε να ανησυχήσει . Στο δρόμο για το ιατρείο ο καιρός χειροτέρευσε και η βροχή έγινε ακόμα πιο δυνατή κάνοντας την έτσι να επιταχύνει τους ρυθμούς της και να φτάσει πιο γρήγορα απ’ότι υπολόγιζε και η ίδια . Αφού πέρασε μια σειρά από εξετάσεις τότε άρχισε να ηρεμεί αφού έβλεπε πως όλα προς το παρόν πάνε καλά και πως δεν υπάρχει λόγος να ανησυχεί . Ποιος να της έλεγε πως οι τελευταίες εξετάσεις είναι αυτές που θα άλλαζαν όλα τα δεδομένα . Μια σπάνια ασθένεια όπως της είπε ο γιατρός έπρεπε να την οδηγήσει στο νοσοκομείο , όμως , η ίδια δεν ήθελε να περάσει τα καλύτερα χρόνια της ζωής της στο νοσοκομείο παλεύοντας για τη ζωή της . Αλλά αυτό που πραγματικά την έκανε να χάσει τη ψυχραιμία της ήταν πως ο χρόνος που της έμεινε για ζωή ήταν 1 μήνας και κάτι .Πως να μπορέσεις να χωρέσεις τους στόχους , τα όνειρα τις επιδιώξεις σου , το μέλλον σου τη ζωή σου σε ένα μήνα ; πώς να μπορέσεις να αποχαιρετήσεις τους ανθρώπους που γνωρίζεις τους φίλους σου ,την οικογένεια σου ; .Πως να παραιτηθείς από το δικαίωμα της ζωής τόσο εύκολα χωρίς να παλέψεις . Κι όμως δεν ήθελε να πάει στο νοσοκομείο και να παλέψει εκεί σε μια μάχη άνιση καθώς ήξερε έτσι κι’αλλιώς το αποτέλεσμα . Δεν ήθελε να στερηθεί τίποτα από τη ζωή της τους τελευταίους μήνες της . Ήθελε να κάνει όσα δε μπόρεσε ποτέ της , ό,τι ριψοκίνδυνο και τρελό φοβόταν πάντα να κάνει .Ήθελε να γευτεί όλες τις γεύσεις και τα αρώματα της ζωής της και στο κάθε δευτερόλεπτο , χωρίς να λυπηθεί και να στεναχωρηθεί . Δεν το είδε σαν ένα ταξίδι που στο τέλος της διαδρομής το νήμα της ζωής κόβεται , το είδε σαν ένα ταξίδι ευκαιρία να κάνει ό,τι δε πρόλαβε να κάνει . Δεν ήθελε να πει τίποτα στους γνωστούς και να το περάσει αυτό μόνη της ,ξέροντας όλες τις συνέπειες των επιπτώσεων της .Γιατί η μοναξιά είναι βαρύ φορτίο και ειδικά όταν πρόκειται για το τέλος της ζωής σου.Δεν ήθελε να αφήσει στην άκρη τα όνειρά της ,αλλά δε μπορούσε και να αγωνιστεί ξέροντας ότι είναι μάταιο ,ανώφελο ,έτσι κι’αλλιώς ήθελε να δώσει προτεραιότητα στη ζωή της γιατί αυτό είναι τελικά που μετράει .Δεν έχει σημασία πόσο θα ζήσεις αλλά τι στιγμές θα ζήσεις .Γιατί ότι και να γίνει το δικαίωμα για ζωή υπάρχει γιατί και η ίδια η ζωή υπάρχει ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ Η ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ Μια φορά και έναν καιρό στην μακρινή Ρωσία υπήρχε ένας ξακουστός βασιλιάς ονόματι Ιβάν, της γνωστής δυναστείας των Ίβκοβιτς. Ο βασιλιάς αυτός είχε μεγάλη οικονομική δύναμη και το κοινωνικό υπόβαθρο για να πετύχει οτιδήποτε ήθελε ακόμα και αν ήξερε ότι αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ανθρώπων του κράτους του. Δεν θεωρούσε σημαντική την τήρηση των ηθικών κανόνων γιατίούτε και ο ίδιος τους τηρούσε,εφόσον θεωρούσε ως πλεονέκτημακάποιουτο ναενδιαφέρεται για τον εαυτό του και μόνο και όχι για το σύνολο. Προσπαθούσε πάντα να βρίσκει κάποιο τρόπο να κερδίζει ότι ήθελε ακόμα και όταν ήξερε ότι αυτό είναι αδύνατο. Χρησιμοποιούσεαθέμιταμέσα για να πετύχει τον σκοπό του και συχνάείχεφτάσειμέχρι και στη δολοφονίαπολιτικών του αντιπάλωνυπό τον φόβο της απειλής . Στο βασίλειο του το όνομά του προκαλούσεφόβο και συχνάγίνοντανεξεγέρσεις που πνίγονταν στο αίμα. Οι άνθρωποιένιωθαν ότι δεν αντέχουν άλλο την συμπεριφορά του και με την βοήθειαξένωνδυνάμεωνπροσπαθούσαν να τον εκθρονίσουν. Ο Ιβάν που είχεκαταλάβει την κατάσταση αυτή θεώρησεσκόπιμο να καλέσει έναν ισχυρό βασιλιά, φίλο του και μακρινό του συγγενή ,για βοήθεια. Την επόμενηκιόλαςμέραέστειλεαγγελιοφόρο στο βασίλειο της Συρίας για να αναγγείλει την πρόσκλησή του. Ο αγγελιοφόροςεπέστρεψε στην Ρωσία με θετικήαπάντηση από τον Σύριοβασιλιά. Όταν έφτασαν στο βασίλειο ο Ιβάνέμεινεέκπληκτος όταν αντίκρισε την πανέμορφηκόρη του φίλου του , την πριγκίπισσα Σεσίλια ,και τους προσκάλεσε να μείνουν για αρκετόκαιρόεκεί. Βαθύτερος στόχος του ήταν όχι μόνο η στρατιωτική δύναμη του βασιλιά, αλλά και να γνωρίσει καλύτερα την πριγκίπισσα. Με απώτερο σκοπό να την εντυπωσιάσει για να μπορέσει να την ζητήσει σε γάμο και έτσι να ενωθούν πιο εύκολα τα βασίλεια. Για κακή του τύχη η Σεσίλιαήτανμια άκρωςπροσγειωμένηκοπέλα που αδιαφορούσε για τα υλικάαγαθά και ήτανερωτευμένη με τον στρατηγό του Συριακούστρατού ,Εντουάρντο. Μόλις ο βασιλιάς κατάλαβε ότι δεν μπορεί να αποκτήσει την πριγκίπισσα, θόλωσε , και αποφάσισε να ζητήσει την Σεσίλια από τους γονείς της ,αφού ήταν σίγουρος ότι δεν θα μπορούσαν να του αρνηθούν. Έτσι και έγινε, μόλις ανακοινώσε την πρότασή του, οι γονείς της άκρως χαρούμενοι δεχτήκαν. Όταν το έμαθε η Σεσίλια αποφάσισε να εξαφανιστεί μαζί με τον Εντουάρντο,αλλά ο βασιλιάς είχε αντίθετη άποψη. Αποφάσισε να στείλει τον Εντουάρντο στην εκστρατεία που ξεκίνησε με στόχο να χαθεί στον πόλεμο. Όταν ο στόχος του δεν απέδωσε καρπούς, καθώς οι εκστρατεία τεύχθηκε με επιτυχία, αποφάσισε να πάρει πιο δραστικά μέτρα για να εξαλείψει και τις λιγοστές πιθανότητες που είχε ώστε η Σεσίλια να μην γίνει δικιά του. Για το λόγο αυτό προσέλαβε κάποιον για να σκοτώσει τον Εντουάρντομόλιςαυτός εμφανιστεί στην πύλη της πόλης. Η δολοφονίαείχεδρομολογηθεί ,και μόλιςεμφανίστηκε ο στρατός ο δολοφόνοςστόχευσε και εκτέλεσε τον αγαπημένο της Σεσίλιας μπροστά σταέκπληκταμάτια της ίδιας και των πολιτών. Η πριγκίπισσα για μέρεςθρηνούσε τον αδικοχαμένο της ερώτα που πέθανετόσοάδοξα. Δενμπορούσε να δεχτεί και να κατανοήσει πως συνέβη το περιστατικό και αποφάσισε να πάει στον βασιλιάγια να πάρειάδεια να δει τον φονιά,ώστε να μάθει πιο ήταν το κίνητρό του. Μόλιςεμφανίστηκε στο παλάτιπαρατήρησεότι οΙβάνπλήρωνεαδρά τον εκτελεστή και κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν ένα καλοστημένοσχέδιο.Έτσιαποφάσισε να εκδικηθεί τον θάνατο τουΕντουάρντο.Δέχτηκε την πρότασηγάμου του βασιλιά ,ο οποίοςθεώρησε ότι πέτυχε τον στόχο του,ώστε να πάρει την εξουσία του βασιλείου σεπερίπτωσηθανάτου του. Κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου όλα έδειχνα πως κυλούσανομαλάαλλά μια μέρα ο βασιλιάς βρέθηκενεκρός από δηλητηρίαση, την όποιαείχεοργανώσειμε μεγάλη ακρίβεια η Σεσίλια. Μόλις στο βασίλειο μαθεύτηκαν τα νέααμέσως κινητοποιήθηκε ο στρατόςέτσι ώστε να βρεθεί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ουπαίτιος της δολοφονίας. Γιαμέρες ο στρατόςέκανεπεριπολίες στους δρόμους του βασιλείουαλλά οι έρευνεςαποδείχτηκανάκαρπες,γιατίκανένας δεν γνώριζετίποτα για τον φόνο. Ο λαόςθεώρησετο θάνατο του αλαζόναβασιλιά ως την άξιατιμωρία του, για ό,τιπαραπτώματαείχεκάνει στο παρελθόν. Η Σεσίλιαποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει τον αγαπημένο της αλλάπίστεψε ότι η ψυχή του θα βρει γαλήνη ξέροντας ότι ο δολοφόνος του είναι νεκρός. Το βασίλειο ανέλαβε ο Σύριος βασιλιάς μέχρι η Σεσίλια να γεννήσει τον πολυπόθητο γιο του Ιβάν, ο οποίος ανέλαβε τα ινία όταν έγινε 18 ετών . Ποτέ δεν έμαθε πως πέθανε ο πατέρας του και έγινε ένας σπουδαίος άνθρωπος και βασιλιάς που δεν νοιαζόταν για τον εαυτό του αλλά για τους κατοίκους του κράτους του. Στα χρόνια του το βασίλειο άκμασε και έμεινε στην ιστορία ως ένας από τους καλύτερους βασιλιάδες. Όσον αφορά τη ζωή της Σεσίλιας ,έμεινε πιστή στον μοναδικό της έρωτα και αφοσιώθηκε στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση του γιού της. Αυτό ήταν το τέλος των σκληρών χρόνων που πέρασε το βασίλειο της Ρωσίας και η αρχή των χρόνων ακμής και αναγέννησης. Μηνά Παναγιώτα 3ο Γυμνάσιο Αργοστολίου(Μαζαράκη 4,26710-28046) ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ… Γεια σας! Ονομάζομαι Μιχάλης και μένω στην Οδό Παραδείσου 12.Ίσως να σας φαίνεται λίγο παράξενη η διεύθυνσή μου, αλλά εδώ που μένω όλα παράξενα και μαγικά είναι… Θα ‘θελα πολύ, λοιπόν, να ταξιδέψετε μαζί μου ,νοερά, στην παραμυθένια πολιτεία μου, διαβάζοντας την ιστορία μου… Πριν τέσσερα χρόνια ξεκίνησαν όλα… Φαινόμουν ένα συνηθισμένο παιδί που ζούσε στο πανέμορφο νησί της Κεφαλονιάς. Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα ,η αλήθεια και τα όσα έδειχνα στους γύρω μου απείχαν πολύ από την πραγματικότητα… Ας τα πάρουμε από την αρχή λοιπόν… Στην ηλικία των τριών μου χρόνων βίωσα τον, αναίτιο για τα παιδικά μου χρόνια, χωρισμό των πολυαγαπημένων μου γονιών..Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε καταστροφή αυτό το γεγονός, μα ήμουν ανίκανος τόσο εγώ, όσο κι ο κατά επτά χρόνια μεγαλύτερος αδελφός μου, να μεταβάλλουμε την κατάσταση. Παρ’ ότι ήμουν πολύ μικρός τότε, θυμάμαι τους γονείς μου να τσακώνονται, την ώρα που έπαιζα στο δωμάτιό μου… Ο πόνος ήταν αβάσταχτος κι αυτό το κατάλαβα αρκετά χρόνια μετά… Παρ’ όλο που είχα επαφές με τον πατέρα μου, η καθημερινή και συνεχής απουσία του από το σπίτι θρυμμάτισε την παιδική, αθώα ψυχή μου… Ένα κενό υπάρχει για όσα έζησα μέχρι τα πέντε μου χρόνια. Όσο κι αν προσπαθώ δεν κατορθώνω να θυμηθώ ούτε ένα γεγονός από τότε..Η μνήμη μου πηγαίνει στους καβγάδες που έκανα με τη μητέρα μου, σ’ ό,τι λογής σκανταλιά και παρανομία σκαρφιζόμουν για να με προσέξουν οι γονείς μου… Μάταιος κόπος… Το μόνο που κατάφερνα ήταν να με χτυπά η μητέρα μου… Θυμάμαι τις μελανιές σ’ όλο το σώμα του αδελφού μου και στο δικό μου, όταν κάναμε κάτι που δεν άρεσε στη μητέρα μας.. Τα χρόνια περνούσαν κι οι καβγάδες γίνονταν ολοένα και πιο έντονοι… Το θυμάμαι σαν να ‘γινε πριν από πέντε λεπτά, τότε που η μητέρα έμαθε πως ο αδελφός μου πήρε το αμάξι και πήγε βόλτα χωρίς να ζητήσει καμία άδεια. Ήταν μιάμιση το βράδυ όταν γύρισε. Κοιμόμουν. Δεν άργησα να ξυπνήσω από τις φωνές τις μητέρας..Θυμάμαι..Τον προσέβαλλε συνεχώς. Ο Πέτρος αρνιόταν πεισματικά να απαντήσει σ’ οτιδήποτε τον ρωτούσε. Άκουγα τον αδελφό μου να ουρλιάζει από τους πόνους..Δεν άντεξα άλλο..Βγήκα απ ’το δωμάτιό μου κι έτρεξα μπροστά απ’ τον αδελφό μου, ανοίγοντας τα χέρια κου για να τον προστατέψω..Αίμα έτρεχε από το πρόσωπό του..Η μητέρα κλείδωσε την πόρτα. Μου είπε να πάω στο δωμάτιό μου. Αρνήθηκα. Με χτύπησε. Έτρεξα πάλι να προστατέψω τον αδελφό μου. Η μητέρα κατευθύνθηκε στην κουζίνα. Ησύχασα. Πίστευα πως όλα είχαν τελειώσει κι αγκάλιασα τον αδελφό μου λέγοντάς του πως τον αγαπάω και δε θέλω να πάθει ποτέ τίποτα. Μ’ αγκάλιασε σφιχτά. Μου ανακάτεψε μ’ ένα χάδι τα μαλλιά και μου είπε να προσέχω τον εαυτό μου και τη μητέρα. Σαν να ήξερε… Καθώς μου μιλούσε η μητέρα τον χτύπησε στο κεφάλι με τον πλάστη .Ο Πέτρος έπεσε κάτω .Ένιωσα ένα μαχαίρι να μου τρυπά την καρδιά. Έπεσα δίπλα του, τον αγκάλιασα. Του μιλούσα, μα απάντηση δεν έπαιρνα. Ο Πέτρος ήταν πια νεκρός .Η μητέρα μεθυσμένη. Με πρόσταξε να πάω στο δωμάτιό μου. Αρνήθηκα. Ήθελα να μείνω μαζί του. Η μητέρα με χτύπησε. Σκοτάδι. Ξύπνησα έπειτα από μέρες. Βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Η κηδεία του Πέτρου είχε γίνει κι η αιτία του θανάτου του σύμφωνα με τη μητέρα ήταν πως ο Πέτρος μάλωσε με κάποιους φίλους και γύρισε στο σπίτι κακοποιημένος, είπε πως ζαλίζεται κι έπεσε κάτω. Δε θα της το συγχωρήσω ποτέ, ο Πέτρος ήταν μόλις 15 ετών. Μόλις βγήκα απ’ το νοσοκομείο το σπίτι ήταν άδειο κι η ανακοίνωση της μητέρα ήρθε για να λύσει την απορία μου. Μετακομίζαμε στη Θεσσαλονίκη. Στη Θεσσαλονίκη δε με χωρούσε ο τόπος. Στο σχολείο ήμουν μόνος κι άρχισα να κάνω κακές παρέες. Άρχισα το κάπνισμα. Έβγαινα απ’ το σπίτι χωρίς να ζητώ άδεια. Μαθούσα. Έκανα μέρες να γυρίσω σπίτι και δεν έβλεπα τη μητέρα να ενδιαφέρεται. Είχε άλλα πράγματα να ασχοληθεί, όπως ο επερχόμενος γάμος της. Δεν ήθελα αυτό τον άνδρα για πατριό μου. Την κορόιδευε. Με αντιμετώπιζε λες κι ήμουν τριών και μ’ ενοχλούσε πολύ αυτό, μα δεν έλεγα τίποτα… Τα χρόνια περνούσαν… Το κανονικό τσιγάρο άρχισε να δίνει τη θέση του στα ελαφρά και στη συνέχεια πιο βαριά ναρκωτικά. Ήταν ο μόνος τρόπος για να ξεχάσω το χωρισμό των γονιών μου, την απουσία και των δύο από την παιδική μου ζωή, το γάμο της μητέρας, τον απαίσιο πατριό και πάνω απ’ όλα το θάνατο του αγαπημένου μου αδελφού… Ο μόνος λόγος για τον οποίο είχα «συμπαθήσει» τον πατριό μου, ήταν τα χρήματα που διέθετε. Πάντα υπήρχαν στο σπίτι χρήματα που επαρκούσαν για τη δόση μου… Μια μέρα έλειπαν όλοι..Ήμουν μόνος στο σπίτι..Πήγα, όπως κάθε μέρα, να ψάξω για τα κρυμμένα χρήματα, ώστε να εξασφαλίσω τη δόση μου. Για καλή, τότε, κακή τώρα τύχη μου, ο σύζυγος της μητέρας είχες ξεχάσεις το σπίτι το πορτοφόλι του. Χωρίς δεύτερη σκέψη το πήρα κι έσπευσα να βρω τον προμηθευτή μου. Τον ρώτησα πόσες δόσεις μπορούσα ν’ αγοράσω , με τα χρήματα που διέθετα. Η απάντησή του ήταν οχτώ..Του είπα πως τις θέλω. Εκείνος μου τις έδωσε, μα με προειδοποίησε να μην τις πάρω όλες μαζί. Γύρισα σπίτι. Κλειδώθηκα στο δωμάτιό μου. Πήρα την πρώτη δόση. Τη δεύτερη .Την Τρίτη. Άρχισα να νιώθω, ολοένα και περισσότερο, την ανάγκη να φύγω μακριά απ’ τη μητέρα-δολοφόνο και τον απαίσιο σύζυγό της και να θέλω να βρεθώ κοντά στον αδελφό μου. Συνέχισα, μα μόλις ένιωσα το υγρό της έβδομης σύριγγας να κυλά στις φλέβες μου βρέθηκα σ’ ένα απέραντο γαλάζιο τόπο. Όταν, ύστερα από δύο μέρες, με βρήκε η μητέρα ήταν πια αργά. Βρισκόμουν μαζί με τον αδελφό μου, στο σπίτι του και πλέον δικό μου, στον Παράδεισο. Μετάνιωσα. Όχι πως δεν είναι ωραία εδώ, μα μελαγχολώ και στενοχωριέμαι βλέποντας απ ’το παράθυρό μου τον πατέρα μου να πίνει και να θλίβεται για το χαμό των δύο γιών του και όσα κάνουν τα παιδιά της ηλικίας μου, που εγώ στερήθηκα και δεν πρόλαβα να ζήσω. Όσο για τη μητέρα, δε με νοιάζει. Την κοιτάζω κι αυτή πού και πού να ζει στη Θεσσαλονίκη με τον άνδρα και τα παιδιά της, ευτυχισμένη. Δε την συγχωρώ. Σκότωσε τους δυο γιούς της… Τον Πέτρο σε ηλικία 15 ετών κι εμένα, το Μιχάλη, σε ηλικία 16 ετών.. Αλεξάνδρα Ουρλόιου 8ο Γυμνάσιο Αχαρνών Αχαρνέων Ιππέων & Παλιγγενεσίας, 13672 Αχαρνές Τηλέφωνα: 2405177 Φονική Διαδρομή Το απαλό φως των κεριών φώτιζε το διάδρομο, ενώ παράλληλα οι σκιές έκαναν το περιβάλλον να μοιάζει εξωπραγματικό. Όσο προχωρούσα, το κομμάτι του διαδρόμου που άφηνα πίσω μου σκοτείνιαζε σαν κάποια αόρατα χείλη να φυσούσαν και να έσβηναν την τρεμάμενη φλόγα τους… Ο απαλός αλλά καταθλιπτικός ήχος κάποιου βιολιού ακουγόταν ανεπαίσθητα από κάποια άγνωστη κατεύθυνση, κάπου μακριά. Αυτός ήταν και ο μόνος ήχος που ακουγόταν εκεί… Έψαξα να βρω κάποια πόρτα στον ατελείωτο αυτό διάδρομο, ψηλαφώντας τους τοίχους με τ’ ακροδάχτυλά μου, αλλά το μόνο που ένιωσα ήταν η βελούδινη, βαθυκόκκινη ταπετσαρία. Συνέχισα να περπατάω, ενώ η μουσική άρχισε να σβήνει απαλά, όπως η φλόγα των κεριών που άφηνα πίσω μου, και το βιολί να δίνει τη θέση του στο πιάνο. Ένα ανεπαίσθητο αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό μου, φέρνοντάς μου ένα απαλό άρωμα τριαντάφυλλων αναμιγμένο με τη δροσερή αύρα των πευκοβελόνων. Αναμνήσεις κατέκλυσαν το νου μου, αναμνήσεις όμορφες και εύθραυστες σαν από κρύσταλλο, αναμνήσεις μελαγχολικές, αλλά ξένες, δεν ήταν δικές μου. Ένιωσα ένα κύμα από ενοχές να με κατακλύζει, καθώς ήξερα πως δεν είχα το δικαίωμα να εισβάλω έτσι «παράνομα» στις πιο απόκρυφες σκέψεις ενός ανθρώπου, αλλά στη σκέψη πως ο άνθρωπος στον οποίο άνηκαν αυτές οι αναμνήσεις ήταν νεκρός ένιωσα καλύτερα. Είχα κάνει αυτή τη «διαδρομή» αρκετές φορές στο πρόσφατο παρελθόν, ερχόταν σε μένα χωρίς να την αναζητήσω, λες και αυτή η κοπέλα που κοιμόταν πια τον αιώνιο ύπνο της στον ήσυχο τάφο της προσπαθούσε να με κάνει να νιώσω την τρέλα της… Σαν ψιονική δεν μπορούσα να αρνηθώ την συναρπαστική αίσθηση μιας τόσο ιδιαίτερης διαδρομής… Αυτή η διαδρομή ήταν ιδιαίτερη γιατί προερχόταν από τις αναμνήσεις ενός κοριτσιού νεκρού, ενός κοριτσιού αρκετά προικισμένου για να δημιουργήσει ένα τόσο εξαιρετικά λεπτομερές και μοναδικό Παλάτι Μνήμης και αρκετά μελαγχολικού, ώστε να αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή της μέσα σε αυτό. Ήξερα καλά το κομμάτι της διαδρομής στο οποίο βρισκόμουν. Ένας δυνατός άνεμος φύσηξε, σβήνοντας όλα τα κεριά. Η ταπετσαρία άρχισε να γίνεται στάχτη από κάποια αόρατη φωτιά και οι τοίχοι άρχισαν να διαλύονται. Εντελώς ασυναίσθητα έκλεισα τα μάτια μου κι όταν τα άνοιξα βρισκόμουν σε έναν τεράστιο εσωτερικό κήπο. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι κατά ένα μέρος με κισσό… Το υπόλοιπο το σκέπαζαν κάποιες άγριες τριανταφυλλιές. Από τα μεσαιωνικού τύπου παράθυρα φαινόταν μια απέραντη έκταση καλυμμένη με ένα δάσος από πεύκα… Μέσα στον κήπο υπήρχε ένα σιντριβάνι, που άλλοτε πρέπει να ήταν όμορφο, περιποιημένο, αλλά τώρα ήταν σκεπασμένο με διάφορα αναρριχητικά φυτά κι ο ήχος του νερού που έτρεχε ήταν καταθλιπτικός. Μια κλαίουσα ιτιά έστεκε γερτή σε μια άκρη του κήπου. Έκανα μερικά βήματα προς το μέρος της, πλησιάζοντάς την. Άπλωσα το χέρι μου –γυναικείο, μάλλον της κοπέλας στην οποία άνηκε ο κήπος, ήμουν παγιδευμένη στο σώμα της ώσπου να τελειώσει η διαδρομή- και έκανα στην άκρη τα κλαδιά του δέντρου, αποκαλύπτοντας μια μαρμάρινη ταφόπλακα κι έναν βαθύ λάκκο. Στάθηκα από πάνω του και τον κοίταξα απαθής. Το ίδιο ήρεμη κάρφωσα στην καρδιά μου ένα μαχαίρι που μέχρι τώρα δεν ήξερα ότι κρατούσα κι άφησα το σώμα μου να πέσει ελεύθερο μέσα στο λάκκο, καθώς ο πόνος μου έκαιγε τα σωθικά. Παρέμεινα βουβή. Άνοιξα τα μάτια μου τρομαγμένη και πήρα μια βαθιά ανάσα. Βρισκόμουν πλέον ασφαλής καθισμένη στην καρέκλα του γραφείου μου. Ο ζεστός πρωινός ήλιος πλημμύριζε το δωμάτιο με το φως του από το ανοιχτό παράθυρο. Αναστέναξα με ανακούφιση. Σηκώθηκα και πήγα στην βιβλιοθήκη μου. Έψαξα ανάμεσα στα σκονισμένα βιβλία, ώσπου τελικά βρήκα αυτό που έψαχνα. Το χαρτί με τη διεύθυνση του σπιτιού της και το νεκροταφείο όπου αναπαυόταν. Βγήκα από το σπίτι μου και μπήκα στο αυτοκίνητό μου. Ακολούθησα τις οδηγίες που αναγράφονταν στο χαρτί και σε λιγότερο από 40 λεπτά βρισκόμουν στο σπίτι της. Ανέβηκα στο όροφο όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της. Παραβίασα την κλειδαριά με ένα από τα εργαλεία τσέπης που είχα πάντα στην τσάντα μου και μπήκα μέσα στο σπίτι της. Έψαξα παντού για κάτι που θα μπορούσε να μου δώσει μερικές απαντήσεις, όπως το γιατί αυτή η κοπέλα εξακολουθούσε εδώ και δύο βδομάδες να έρχεται μέσα στα όνειρά μου, στο μυαλό μου, στις διαδρομές μου. Έψαχνα για ώρες, κι όταν ήμουν πλέον βέβαιη πως δεν υπήρχε τίποτα για να βρω το βλέμμα μου έπεσε πάνω σε ένα σκίτσο. Το πήρα στα χέρια μου και το κοίταξα. Απεικόνιζε την Πύλη. Όλα ξεκαθάρισαν. Ήθελε να βρω εγώ την Πύλη γι’ αυτήν. Δύο ώρες αργότερα βρισκόμουν στον ίδιο διάδρομο, στην ίδια διαδρομή. Ο δυνατός άνεμος φύσηξε για ακόμη μια φορά και τα κεριά έσβησαν. Οι τοίχοι άρχισαν να εξαφανίζονται και τα βλέφαρά μου άρχισαν να κλείνουν. Αλλά δεν έκλεισαν. Πάσχισα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και τα κατάφερα. Αυτό που έβλεπα τώρα ήταν το απόλυτο κενό. Περπάτησα ώσπου βρήκα μια σειρά από πόρτες. Άρχισα να διαλέγω κάποιες συγκεκριμένες και να τις ανοίγω. Περνούσα από διάφορα δωμάτια κι άνοιγα διάφορες πόρτες, ώσπου βρήκα και την τελευταία. Την άνοιξα και βρέθηκα στην Πύλη. Κοίταξα γύρω μου. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με καθρέφτες. Γύρω μου υπήρχαν τουλάχιστον 40 πόρτες. Ποια να ανοίξω; Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά. Ένας ανεπαίσθητος ψίθυρος ακούστηκε. «Η τάξη των χώρων, η τάξη των πραγμάτων». Βέβαια! Αυτό ήταν. Όλα ξεκαθάρισαν. Προχώρησα αποφασιστικά προς μια πόρτα. Στάθηκα μπροστά της και ύστερα άπλωσα το χέρι μου και την έσπρωξα. Ένας δυνατός πόνος, σαν σουβλιά, διαπέρασε το κρανίο μου. Ούρλιαξα, αλλά δεν άκουσα τη φωνή μου. Η διαδρομή τελείωσε, αλλά εγώ δεν ένιωθα ανακούφιση αυτή τη φορά. Ένιωθα το σώμα μου μουδιασμένο, βαρύ. Το κεφάλι μου πονούσε. Έκλεισα για λίγη ώρα τα μάτια μου, κι όταν τα ξανάνοιξα τα φώτα είχαν σβήσει. Για μια στιγμή νόμισα πως είδα το πρόσωπό της ακριβώς μπροστά στα μάτια μου, με τα μάτια ορθάνοιχτα, αλλά τις κόγχες άδειες, με το κάτωχρο, μισοφαγωμένο δέρμα της, τις λίγες τούφες που είχαν μείνει από τα μαλλιά της, μ’ ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο στα χείλη της, και με την απωθητική μυρωδιά της προχωρημένης σήψης να μου χτυπάει τα ρουθούνια. Αναρωτήθηκα πόσοι ψιονικοί να είχαν πέσει θύματα αυτής της φρικιαστικής φάρσας. Ύστερα ένιωσα την τελευταία μου ανάσα να εγκαταλείπει αργά το στήθος μου… Αθανασόπουλος Ιωάννης 5ο γυμνάσιο Λάρισας τηλ. 2410 239476 Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ Η τραγική χρονιά του 1453 δεν πτοούσε το μικρό Πέτρο. Ήταν ένας δωδεκάχρονος που ζούσε στις φτωχογειτονιές της Βασιλεύουσας και δε φοβόταν να πάει στα τείχη. Μπορούσε εύκολα να ξεγλιστρήσει απ’ τους φρουρούς και να δει τις απέραντες στρατιές των Οθωμανών που πολιορκούσαν την Πόλη. 27 Μαΐου. Δύο ώρες πριν τα μεσάνυχτα. Ο πατέρας του Πέτρου γύρισε στο σπίτι και η γυναίκα του τού έβαλε να φάει. Ήταν ένα φτωχό δείπνο, συγκεκριμένα μισό πιάτο σούπα ο καθένας. Μεγάλη ευλογία για εκείνους τους δύσκολους καιρούς. -Πώς πάνε τα πράγματα πατέρα; Θα πέσει η Πόλη; -Μην ενοχλείς τον πατέρα σου Πέτρο. Είναι κουρασμένος από τη δουλειά, είπε η μητέρα του η Μαρία, πριν προλάβει να πει τίποτα ο σύζυγός της. Ήταν μια πολύ δεμένη οικογένεια. Ο κύριος Γιώργος, ο πατέρας του Πέτρου, βοηθούσε ένα σιδερά, τον << Κύριο του Μετάλλου>> όπως τον έλεγαν. Ονομαζόταν Βασίλης και έφτιαχνε σπαθιά και πολλά άλλα όπλα για τους στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Κωνσταντινούπολη. Ο Πέτρος ανησυχούσε και πειθόταν όλο και πιο πολύ ότι έπρεπε να χρησιμοποιήσει το μαγικό του μέσο για να σώσει αυτόν και την οικογένειά του. Πριν δύο εβδομάδες περίπου είδε κάτι να λάμπει στο πηγάδι της αυλής τους. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, βούτηξε για να δει τι είναι. Στον πάτο βρήκε έναν καθρέφτη σε χρυσή κορνίζα και σκέφτηκε να τον δώσει στους γονείς του για να τον πουλήσουν. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ο καθρέφτης εξαφανίστηκε μαζί με αυτόν, που τον κρατούσε. Ο Πέτρος εμφανίστηκε ξανά ανάμεσα στα τούρκικα στρατεύματα. Με τον τρόμο να γεννιέται στο βλέμμα του είδε ένα βέλος να εκτοξεύεται καταπάνω του και μια θανατερή ματιά. Σκέφτηκε τους γονείς του να κλαιν για το χαμό του και ξαναεμφανίστηκε στο πηγάδι. Βγήκε στην επιφάνεια σαστισμένος και έκρυψε τον καθρέφτη κάτω από το στρώμα του μόλις μπήκε μέσα. Τότε δεν σκόπευε να τον ξαναβγάλει από εκεί, όμως δεν ήξερε ότι η κατάσταση θα χειροτέρευε. Εκείνη τη νύχτα λοιπόν της 27ης του Μάη σκέφτηκε να σώσει τους γονείς του με τη βοήθεια του καθρέφτη. -Μητέρα, άφησέ με να μιλήσω στον πατέρα, είπε ο Πέτρος μετά την προσταγή της μάνας του. -Μίλησέ μου παιδί μου, είπε ο κύριος Γιώργος. Ρώτα με ό,τι θέλεις. -Θα σου κάνω την ίδια ερώτηση. Θα πέσει η Πόλη; -Δεν ξέρω γιε μου, δεν ξέρω. Τα πράγματα είναι δύσκολα και δεν πιστεύουν όλοι ότι θα σωθούμε. Ο Ιουστινιάνης στέκεται γενναία δίπλα στους στρατιώτες και ο Παλαιολόγος δεν παραδίδει την Πόλη. Συμφωνώ μαζί του. Εδώ γεννηθήκαμε κι εδώ θα πεθάνουμε. Κι αν η Βασιλεύουσα, που σαν τα κοράκια έπεσαν όλοι οι λαοί για να τη φάνε, κατακτηθεί, εγώ θα πεθάνω υπερασπίζοντάς την. Τότε αποφάσισε κι ο Πέτρος ότι έπρεπε να μιλήσει. -Πατέρα, υπάρχει τρόπος να σωθούμε. -Ποιος είναι αυτός; -Πριν δύο εβδομάδες βρήκα στο πηγάδι έναν καθρέφτη που έχει τη δυνατότητα να σε μεταφέρει σε άλλα μέρη. Ξέρω ότι δε με πιστεύετε, αλλά έχω την απόδειξη. Σηκώθηκε και πήγε στο δωμάτιό του, πήρε τον καθρέφτη και επέστρεψε στην κουζίνα. Κοίταξε το είδωλό του, σκέφτηκε την πόρτα της κουζίνας και εμφανίστηκε εκεί πολύ πιο γρήγορα από την προηγούμενη φορά που είχε μεταφερθεί έξω από την πόλη. Οι γονείς του είχαν μείνει με ανοιχτό το στόμα. Σκέφτηκε την αντίδραση του πατέρα του αν μάθαινε για τον παρ’ ολίγον θάνατό του και δεν είπε τίποτα. -Παιδί μου, τι είναι αυτό το διαολεμένο πράγμα; -Τίποτα, ένας απλός καθρέφτης, απάντησε ο Πέτρος στη μάνα του, αλλά αυτή ήταν φοβισμένη και αυτό φαινόταν στο βλέμμα της. -Ηρέμησε γυναίκα. Χάρη σε αυτόν τον καθρέφτη μπορείτε να σωθείτε και οι δυο, είπε ο πατέρας του και δεν του διέφυγε το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο. -Τι εννοείς <<μπορείτε να σωθείτε και οι δυο>> μπαμπά; Όλοι θα φύγουμε από εδώ. -Όχι, παιδί μου σου είπα ότι εδώ γεννήθηκα κι εδώ θα πεθάνω. Αυτός ο καθρέφτης είναι δώρο Θεού. Διαφωνώ με τη μητέρα σου ότι είναι διαολεμένο. Μόλις και αν μπουν οι Παλιότουρκοι στην Πόλη θα πιάσεις τη μάνα σου από το χέρι και θα φύγετε. Δεν ξέρω τον τρόπο που εξαφανίζεσαι και ξαναεμφανίζεσαι, ελπίζω όμως να γίνεται και με δύο άτομα. Για δοκιμάστε. Ο Πέτρος έπιασε τη μάνα του από το χέρι και ξαναδιακτινίστηκε με αυτήν τούτη τη φορά. -Ωραία, τώρα πήγαινε για ύπνο, είπε ο κυρ Γιώργος και ο γιος του τον υπάκουσε. Την επόμενη μέρα ο μπαμπάς του μικρού Πέτρου έφυγε για τη δουλειά, η μαμά του καθάρισε το σπίτι κι ο ίδιος ο Πέτρος πέρασε τη μέρα του παίζοντας με παιδιά της γειτονιάς. Το βράδυ κοιμήθηκε νωρίς, αλλά μόνο για λίγες ώρες. Κατά τα ξημερώματα ακούστηκαν ουρλιαχτά και φωνές. <<Δεχόμαστε επίθεση>>. Ο Πέτρος πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι του και βγήκε έξω. Άνθρωποι τρέχανε από ‘δω κι από ‘κει. Ο πατέρας του τον πρόσταξε να πάει πίσω στο σπίτι. Όλη την ημέρα συνεχίστηκε η επίθεση. Λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα της 29ης Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη τα ουρλιαχτά άλλαξαν. Έγιναν πιο δυνατά. Μετά από λίγα λεπτά ο Πέτρος είδε ένα τάγμα γενίτσαρων από το παράθυρο της κουζίνας. Τους έσφαζαν όλους στο δρόμο τους και πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Τότε είδε κάτι που θα το θυμόταν σε όλη του τη ζωή. Ο πατέρας του όρμησε άοπλος πάνω τους και ένας γενίτσαρος τον κάρφωσε στην καρδιά. Δάκρυσε, αλλά όχι. Δε θα άφηνε το δάκρυ να κυλήσει στο μάγουλό του. Ο πατέρας του πέθανε στη μάχη, έτσι ακριβώς όπως το ήθελε. Έτρεξε στο δωμάτιό του και πήρε τον καθρέφτη. Προσπαθώντας να μην ακούει τα ουρλιαχτά της μάνας του, την έπιασε από το χέρι και την πήγε κάτω από μια μηλιά, δύο χιλιόμετρα δυτικά από την Κωνσταντινούπολη. Τράβηξε τη μητέρα του και άρχισε να περπατάει, ενώ υπέκυψε στα δάκρυά του για το χαμό του πατέρα του και της Πόλης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. 2Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΤΖΑΝΕΡΑΚΗ ΤΑΞΗ: Β4 « ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ» Με βήμα γοργό και νευρικό, μάτια πλημμυρισμένα με ανυπομονησία και ένα δάκρυ έτοιμο να κυλήσει φτάνω στο λιμάνι. Μοναχικό και απόμερο, με λιγοστά πλοία αραγμένα. Το μοναδικό αυτό ήσυχο και ειρηνικό τοπίο ζεσταίνει ο ήλιος, ο οποίος αντανακλά μέσα στα νερά του λιμανιού και προσδίδει έναν τόνο αισιοδοξίας και ελπίδας στο απομακρυσμένο νησί. Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να υποδεχτώ ένα σημαντικό πρόσωπο για την οικογένειά μου, το οποίο είναι προγραμματισμένο να έρθει, με σκοπό να περάσουμε τη γιορτή των Χριστουγέννων. Λόγω του συγκεκριμένου ατόμου, η φετινή γιορτή πρόκειται να είναι εξαιρετικά διαφορετική για την οικογένειά μας. Αχνοφαίνεται το πλοίο, μεγάλο και εντυπωσιακό προχωρά, διχοτομώντας τα λαμπερά νερά του λιμανιού. Η θάλασσα άσκοπα προσπαθεί να αντισταθεί στη δύναμη του τεράστιου σκάφους. Οι μηχανές του σκάφους ηχούν στ’ αυτιά μας, ταράζοντας το ήρεμο τοπίο και φοβίζοντας τα ποικίλα είδη πουλιών, που απομακρύνονται τρομαγμένα, κατά την άφιξή του στο λιμάνι. Παρατηρώντας τις εκφράσεις των λιγοστών ατόμων που παραβρίσκονται εκεί, ώστε να ανταμώσουν με πολυπόθητους συγγενείς ή ακόμα και πιστούς φίλους, διαπιστώνω στο βλέμμα τους το κοινό με μένα, αίσθημα ανυπομονησίας, αγωνίας και προσμονής. Αντικρίζοντας το πλοίο να πλησιάζει, συλλογίζομαι πόσο σπουδαίο πρόκειται να είναι, ειδικά για εκείνον, να είμαστε ενωμένοι αυτές τις άγιες ημέρες. Κατά την παιδική του ηλικία είχε την επιθυμία και την προτίμηση να διηγηθεί σε μένα τα γεγονότα και τις περιπέτειες που χαράχτηκαν μέσα του και σημάδεψαν τη καρδιά του. Μια εξίσου αναγκαία επιθυμία του ήταν η έκφραση των πολύπλευρων συναισθημάτων και σκέψεων που βασάνιζαν, βάραιναν και επηρέασαν τη ζωή του. Όταν ήταν μικρό παιδί, προτού θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς μας, ζούσε μαζί με τη μητέρα του. Η σχέση ανάμεσά μας ήταν φιλική, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα η οικογένειά μου ήταν γείτονες με τη μητέρα του μικρού παιδιού. Όταν το παιδί ήταν μικρό, η μητέρα του προσβλήθηκε από μία σοβαρή ασθένεια. Καταβλήθηκαν ποικίλες προσπάθειες από τους γιατρούς, αποσκοπώντας να σώσουν τη ζωή της μητέρας. Δυστυχώς, οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες και δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την ασθένεια. Αποτέλεσμα ήταν το παιδί να χάσει το μοναδικό του στήριγμα και να αναγκαστεί να πορευτεί μονάχο του στο δύσκολο ταξίδι της ζωής. Επακόλουθο ήταν το αγόρι να οδηγηθεί σε ίδρυμα, για να καλυφθεί το κενό που προκάλεσε η απώλεια της μητέρας του. Προκειμένου να αποφευχθεί το προαναφερόμενο, οι γονείς μου προσφέρθηκαν να οριστούν ως ανάδοχη οικογένεια. Με δική τους πρόθεση και παρά τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση δέχτηκαν το παιδί, το οποίο μεγάλωσε σε περιβάλλον αγάπης και στοργής. Οι γονείς μας εργάστηκαν σκληρά, εξαιτίας της έλλειψης οικονομικής άνεσης και η προσφορά τους προκειμένου να πορευτούμε, ήταν συνεχής και αξιέπαινη . Το σπίτι που διαθέταμε ήταν φτωχικό, μια στέγη μικρή, μόλις να μας διαφυλάξει από τις καιρικές συνθήκες, τους βοριάδες και τις θαλασσοταραχές που ξεσπούσαν στο νησί. Το οίκημα ήταν στην απομονωμένη πλευρά του νησιού, αποκομμένο από γειτονικά σπίτια και πολυπληθείς ομάδες ατόμων. Η θέση του σχολείου, στο οποίο παρακολουθήσαμε μαθήματα και εξασφαλίσαμε γνώσεις χρήσιμες, ήταν στο κέντρο του νησιού. Συνεπώς η διαδρομή που έπρεπε να διανύσουμε ήταν αρκετά μεγάλη, μια επιπλέον δυσκολία που χάραζε τη καθημερινότητά μας. Προκειμένου να φτάσουμε στον προορισμό μας, ήταν αναγκαίο να πραγματοποιείται η αρχή της πορείας μας τις πολύ πρωινές ώρες και χωρίς τη συνοδεία των γονιών μας. Με σκοπό να μελετηθούν και να ολοκληρωθούν τα ημερήσια σχολικά μαθήματα, αφιερώναμε ορισμένες ώρες της ημέρας σε ένα μικρό, στενό δωμάτιο και συνήθως χωρίς θέρμανση. Σε αντίθεση, τον ελεύθερο χρόνο και τις ημέρες που δεν είχαμε φοίτηση στο σχολείο βοηθούσαμε τους γονείς μας στις διάφορες εργασίες τους. Σηκωνόμασταν πρωί, για το μάζεμα των ελιών, το ζύμωμα του ψωμιού, καθώς και το όργωμα των χωραφιών. Όταν δε συνεισφέραμε στην οικογένεια βοηθώντας, ασχολούμασταν με μικρά παιχνίδια, όπως αντικείμενα, κούκλες, αλλά και παραδοσιακά παιχνίδια. Το αγόρι αγαπούσε ένα χαρακτηριστικό παιχνίδι, το οποίο κρατούσε ζωντανό τον ενθουσιασμό του και είχε γίνει κτήμα του. Ήταν ένα αεροπορικό σκάφος μικρού μεγέθους. Το ενδιαφέρον του παιδιού δε περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό. Μάλιστα, ανέφερε συνεχώς την επιθυμία του να γίνει κάποια μέρα κυβερνήτης ενός κανονικού αεροσκάφους και είχε την πεποίθηση ότι πρόκειται να γίνει ένας καλός πιλότος. Με σκοπό να το επιτύχει, κατέβαλε εξαιρετικές προσπάθειες και αφιέρωσε αρκετό χρόνο μελετώντας, κάτι που φανέρωνε την έντονη επιμονή και αγάπη που έτρεφε για αυτό το επάγγελμα. Το παιδί με αυτήν μας την προσφορά, ανέκτησε τις δυνάμεις του, ένιωσε ότι υπάρχουν άνθρωποι που το στηρίζουν σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι της ζωής. Αναβίωσε την ελπίδα μέσα του να πετύχει και να δημιουργήσει στη ζωή. Η λύπη του αντισταθμίστηκε, ενισχύθηκε το κουράγιο και το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του. Στο λιμάνι όμως το πλοίο έχει ήδη αγκυροβολήσει και τα άτομα που συναντώνται, έχουν αρχίσει να αναζητούν τους συγγενείς και φίλους τους. Με μάτια βουρκωμένα, λόγω της συγκίνησης που προήλθε από την αναπόληση των παιδικών μας χρόνων και των περιπετειών που βίωσε μια αθώα παιδική ψυχή, κατευθύνομαι προς το καταπέλτη του πλοίου. Καταβάλλω ισχυρές προσπάθειες να τον διακρίνω ανάμεσα στο πλήθος, τελικά τον εντοπίζω. Τη στιγμή που με αντιλαμβάνεται και ο ίδιος πλησιάζει προς το μέρος μου αυξάνοντας το βήμα του. Του προσφέρω μια ζεστή αγκαλιά και ένα γλυκό χαμόγελο συμπαράστασης και αναγνώρισης. Αναγνώρισης ως έναν αδελφό που θα ήθελα αναμφίβολα να έχω, κάτι που γεννιέται μέσα μου, όταν κοιτάζω το βλέμμα του. Εκείνος αισθάνθηκε ότι βρήκε μια αληθινή οικογένεια, που τον αγάπησε, τον στήριξε και τον βοήθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Ήταν ένα παιδί που πληγώθηκε από τη ζωή. Δεν εγκατέλειψε όμως τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Ο πόθος του για ζωή ενίσχυσε την ελπίδα και κατόρθωσε να επιτύχει να ακολουθήσει το επάγγελμα που τον έλκυε. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά τη μακρινή απόσταση που μεσολαβεί ανάμεσά μας, εξαιτίας του επαγγέλματος που επέλεξε, πρόκειται να είμαστε πάντοτε ενωμένοι, συνεχώς θα υπάρχει ένα χέρι βοήθειας για όποιον από εμάς το χρειαστεί, αλλά και συμπαράσταση άπλετη θα προσφέρεται και από τους δύο. Ποτέ δε θα εγκαταλείψει ο ένας τον άλλον, η αγάπη και η αλληλεγγύη που υπάρχει ανάμεσά μας δε θα σβηστεί ποτέ μέσα στο πέρασμα του χρόνου. ΜΑΣΟΡΑΚΗ ΜΑΡΙΑ 2ο ΓΕΛ. ΙΕΡΑΠΕΣΡΑ ΣΗΛ: 28420-22379 ΨΙΘΥΡΟΙ ΨΥΧΩΝ -Θζλω να μου πεισ για ςζνα. Μια φιγοφρα χαμζνθ ςτθν πολυκρόνα με κοίταηε. -Θζλω ακόμα και το ρυκμό τθσ ανάςασ ςου να αποςτθκίςω. Θζλω εςζνα γυμνι κάτω από μία άςπρθ λάμπα. Θζλω να με βάλεισ ςτθν παράςταςθ που κάνεισ πρόβα εικοςιδφο χρόνια τϊρα. άςτιςα. Όχι πωσ δε μου ιταν οικείο ζνα τζτοιο ςυναίςκθμα, μα δεν τον είχα ςυνθκίςει να μου ηθτά λίγο από μζνα με λόγια. -Σί πλάςμα είςαι εννοϊ! Από που ιρκεσ, για ποφ πετοφςεσ όταν ζπεςεσ ςτθ ηωι μου; Πϊσ είδαν τα μάτια ςου τον κόςμο ςτο ςκοτάδι και ςτθν αςτραπι, τί ψικυρίηεισ ανάμεςα ςτον φπνο και ςτον ξφπνιο ςου, τί λζνε ςε ςζνα τα τραγοφδια που ακοφσ; Πεσ μου. Πεσ μου όμωσ ανεπιτιδευτα, πεσ μου ανυπόκριτα... Μίλα μου για τισ πιο ευτελείσ ςτιγμζσ ςου, τισ πιο πεηζσ, τισ πιο χαμζνεσ κι άςε εμζνα να ςτίψω το μεγαλείο ςου από μζςα τουσ. -Θα εξατμιςτεί,είπα. Μόλισ το πω νομίηω πωσ κα εξατμιςτεί. -Θα το πιω, ανταπζδωςε εκείνοσ με νόθμα. Πρωτοφ ξθμερϊςει και το δει ο ιλιοσ. -Σϊρα; Δεν ζχω πωσ να αρχίςω. ιωπι. -Όχι τϊρα, όχι ζτςι, ςυνζχιςα. Μα κα ςου πω. Με κοίταξε για λίγθ ϊρα ζντονα,προςπακϊντασ να καταλάβει το γιατί. Δεν επζμεινε όμωσ. Χϊκθκε ξανά ςτο βιβλίο του και δεν άργθςε να παραδοκεί και πάλι. Πόςο λάτρευα τισ εκφράςεισ που ζκανε τότε. Απαλλαγμζνεσ από οποιαδιποτε υποψία προςχεδιαςμοφ, ζκλεβα μία μία τισ γκριμάτςεσ που μου ζκανε το βρζφοσ μζςα του. «Ευχαριςτϊ, ζλεγε ςυχνα, τα βιβλία για πολλά. χεδόν για τα πάντα. Μα πιο πολφ γιατι μου ζμακαν τον τρόπο να ς’ αγαπϊ με τθν πιο βακιά μου αγάπθ». Σο επόμενο πρωί άφθςα ςτο κομοδίνο εκείνο το φάκελο. «Πήγε δώδεκα. Φοβάμαι. Δεν στο χω πει μα στο λέω τώρα. Κοιμήθηκαν όλοι, μ΄άφησαν μόνη και φοβάμαι. Σ’ ένα βασανιστικό αγώνα δρόμου του ρολογιού οι δείκτες, κι αναμετριούνται οι ώρες με τα λεπτά παλιμπαιδίζοντας ποιος πρώτος θα τερματίσει, το συγκυριακό της επανάληψής τους αγνοώντας. Τί αβάσταχτη η τόση συνέπεια! Ασπαστήκαμε κι εμείς κάποιων αρχαίων Αιγυπτίων την αφέλεια πως, τάχα, ο χρόνος ομοιόμορφα κυλά.Μα είναι φορές που κάτω απ΄το λευκό ακόμα δέρμα μου τα χέρια μου ζαρώνουν, γεμίζουν πτυχές, γεμίζουν κηλίδες. Κι είναι τότε που φοβάμαι πιο πολύ. Τρεις η ώρα. Φοβάμαι ακόμα. Αναμετριέται το πορτοκαλί ασθενικό φως της λάμπας του κεντρικού με το σκοτάδι της νύχτας. Τρεμοπαίζει, υποκύπτει, λυγίζει και πάλι εξεγείρεται. Ένας μηχανόβιος προσπερνά αστραπιαία, ανυποψίαστος για τη μάχη που πάνω απ’ το κεφάλι του λαμβάνει χώρα, κι αφήνει πισω του ήχο κλιμακωτό να επιβεβαιώνει το φλερτ του με το θάνατο. Αναμετριέμαι κι εγώ με το θάνατο, καβαλώντας αδέξια τη χιλιάρα του νου μου και γυρνώ τις γειτονιές της πόλης μήπως και κάποιος καταλάβει την εκκωφαντική ελεγεία της εξάτμισής μου. Μα κανένα...κανένα φως δεν άναψε. Κι εγώ φοβάμαι. Φεύγουν τα κόκκινα πίσω μου παραμορφωμένα κι εγώ φοβάμαι. Σκίζει παγωμένος ο αέρας το στέρνο μου και μου κλέβει μία μία τις ανάσες. Τα μάτια μού καίει, δακρύζω, κι εκείνος χαίρεται και φυσά περισσότερο. Σου ‘χω πει ποτέ για τα στοιχειά που υπάρχουν στον αέρα; Στοιχειά παντού που μυρίζουν χάος κι αναρχία, που θες δε θες τα εισπνέεις στην κάθε σου ανάσα. Μπροστά μου διασταύρωση. Μα δε σταματώ. Κι ας φοβάμαι. Η ώρα πέντε. Φοβάμαι. Σ’ ένα παγκάκι έχω γείρει από κείνα που κάθε βράδυ μετρούν τους μεθυσμένους που μπροστά τους περνούν παραπατώντας. Από κείνα που αναντίρρητα ανέχονται σιχαμερά ξεσπάσματα κούφιων ηδονών, ηδονών που βόσκουν, μόνη ελπίδα, σε χιονιμένα αλώνια άδειων ψυχών και σκορπίζονται και δεν ξαναγυρίζουν. «Δεν την πιστεύω πια. Ποτέ πια...», μουρμουρίζουν οι λυγμοί μου. «Με πρόδωσε, με πούλησε, δεν την πιστεύω...». Εικόνες της ζωής ασελγούν στο μυαλό μου, ακουμπισμένης σ΄ ένα φανάρι σαν και το διπλανό, να βρίζει, να κλαίει, να ξερνάει υποσχέσεις , κι αίγλη της ιδρώτας από χορούς ξέφρενους, ανίκανους να λυτρώσουν, και τ΄άρωμά της δυσοσμία, συνονθύλευμα τεκίλας, ουισκιού και σωθηκών κατασπαραγμένων από το οινόπνευμα της οικουμένης. Γυρνά και με κοιτά. Παίρνει μορφή το ράθυμο βλέμμα της. Μία ειρωνία τύλιξε το χαμόγελό της και βρίσκομαι ξάφνου εγώ να πέφτω στις μαύρες δίνες που έσκαψε το ξενύχτι κάτω απ΄ τα κενά της μάτια. Με μια σιωπή που κραυγάζει «φοβάμαι» αποκοιμιέμαι. Επτά η ώρα. Φοβάμαι. Φοβάμαι καθώς ξυπνάω από έναν ύπνο δίχως όνειρα. Φοβάμαι καθώς, σαν λεπτό να μην κοιμήθηκα, αρχίζουν τα γρανάζια του νου μου να γρατζουνούν και να πληγώνουν την «καλημέρα» που καιρό τώρα μου χρωστάω. Φοβάμαι πως, σκύλος που την ουρά του κυνηγάει, θα μπερδέψω το λουρί μου στο τρίποδο που τον ήλιο στηρίζει, θα τον γκρεμίσω και πρωτού το καταλάβω το ρολόι θα χτυπήσει δώδεκα, τρεις, πέντε, επτά, και πάλι δώδεκα... Μόνο στην αγκαλιά σου σκοντάφτει αυτή η τόσο βασανιστική επανάληψη του χρόνου. Δεν έχει εποχές ο χρόνος στην αγκαλιά σου, δεν έχουν δείκτες τα ρολόγια, δεν έχει το κορμί μου γρατζουνιές. Κι ας περνώ μέσα από τις τριανταφυλλιές του νου μου για να τη φτάσω. Μόνο που... Να... Ξέρεις... Ακόμα και στην αγκαλιά σου... Ακόμα κι εκεί... Φοβάμαι. Τρέμω στην σκέψη πως μπορεί να σε χάσω». Ζξι θ ϊρα. Απόγευμα. Σο φωσ του ιλιου, μια αργι νωχελικι μπαλάντα, ςκορπίηει τισ νότεσ του ςτα πζντε ςκαλιά τθσ πόρτασ.Άνοιξα με το μοναδικό κλειδί που είχα ςτο μπρελόκ μου. Μπροςτά μου εκείνοσ με κοίταηε ανζκφραςτοσ, μα πλθγωμζνοσ. Πόνοσ! Ζκανα να τρζξω προσ το μζροσ του, όπωσ το παιδί τρζχει να πιάςει το χαρταετό του που ξζφυγε. Σρία βιαςτικά μεγάλα βιματα, μια μικρι αιωνιότθτα. Προτάςςει όμωσ εκείνοσ το χζρι του κι εκείνο ξζνο, ςαν αυκφπαρκτο, επιβάλει μεταξφ μασ αυταρχικά τθν απόςταςθ. Χαμθλϊνει ζπειτα το κεφάλι, και μϋζνα τρζμουλο ςτιγμιαίασ παραλυςίασ ςπάει τον αγκϊνα του. Με φζρνει κοντά του. Με παίρνει αγκαλιά. Μια δεφτερθ αιωνιότθτα τα δευτερόλεπτα που δεν μου ανικε μα οφτε να ξεςπάςω ςε κλάμματα, λφτρωςθσ, γοερά μπορϊ. Σον νιϊκω. Σον χάνω. τον λαιμό μου ςκφβει τότε, αναπνζει και με φιλά ηεςτά λίγο πιο πάνω απϋτον ϊμο. Ζνα «αντίο» κυλά θ ανάςα του υγρι και κρφβεται πίςω από τθν μπλοφηα μου, διαγράφοντασ αργά τθ γραμμι του ςτικουσ μου. Δεν λζει τίποτα. Απαλά με ξεκολλάει από πάνω του κι απομακρφνεται. Πράοσ πια ανοίγει τθν πόρτα και με μια γκρι τςάντα ςτον ϊμο χάνεται. Ζνασ ιχοσ , ο ιχοσ τθσ πόρτασ να κλείνει, κι είναι πια χιλιόμετρα μακριά μου. Κάκομαι λίγο να τθν κοιτϊ να ςκουραίνει κακϊσ ο ιλιοσ πζφτει και τραβά μαηί του τθ μζρα. «Φοβάμαι» ζγραψα ςτο γράμμα, «τρζμω ςτθ ςκζψθ πωσ μπορεί κάποτε να ςε χάςω». Ημίφωσ, ςιωπι κι ζνα λευκό χαρτί με τα γράμματά του ακουμπιςμζνο ςτο τραπζηι τθσ κουηίνασ: «Φοβάμαι. Σρζμω ςτθ ςκζψθ πωσ ποτζ δε ςε είχα». Παπακωνσταντίνου Μαρία 3ο Λύκειο Τρικάλων Μαυροκορδάτου 12 Κακοπλευρίου 3 ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΓΑΠΗ Όταν αγαπάς κάποιον είσαι διατεθειμένη να δώσεις ακόμα και τη ζωή σου για εκείνον….. Και νιώθεις ότι αυτό είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις…. Γιατί χωρίς εκείνον είσαι άδεια…. Υποφέρεις όταν πονάει, είσαι ράκος όταν είναι στεναχωρημένος, πετάς στα σύννεφα όταν είναι χαρούμενος, θες να αγκαλιάσεις όλον τον κόσμο όταν εκείνος χαμογελά…. Όλα στη ζωή σου περιστρέφονται γύρω από τη δική του ζωή…. Η ζωή σου είναι εκείνος…. Έτσι νιώθω και εγώ για τον Αλέξανδρο… Είναι ένα πολύ καλό παιδί. Έξυπνο, αστείο, ευγενικό, γλυκό και πολύ φιλικό. Ήταν ο μόνος που με υποστήριζε όταν όλοι οι άλλοι με κορόιδευαν και με απομάκρυναν από τις παρέες τους. Έμοιαζε λες και ήθελε να με προστατέψει. Λες και ήταν ο μεγάλος μου αδερφός. Τόσο υπέροχος άνθρωπός. Εμφανισιακά οι περισσότερες φίλες μου πιστεύουν ότι δεν είναι και ιδιαίτερα όμορφος. Για μένα όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Έχει πανέμορφα μάτια. Το χρώμα τους είναι σαν λιωμένης σοκολάτας. Τα μαλλιά του είναι καστανόμαυρα. Έχει μια γοητεία μοναδική, δύσκολα αντιληπτή. Είμαι ερωτευμένη μαζί του πολλά χρόνια. Τον ερωτεύτηκα σιγά- σιγά. Τον πρώτο καιρό είχα γεμίσει τα τετράδια «Αλέξανδρος + Λυδία=Love For Ever» (Λυδία είναι το όνομά μου). Τον πρώτο καιρό δεν ήξερε τίποτα. Δεν του είπα τίποτα. Φοβόμουν ότι θα τον έχανα από κοντά μου. Και έτσι έγινε… Το έμαθε από τρίτους και από τότε τον έχασα για πάντα από στήριγμά μου, από φίλο μου… Από τότε προσπαθώ να τον φέρω πάλι κοντά μου. Δύσκολο πολύ… Και το χειρότερο είναι ότι μου λείπει παρά πολύ… Στις είκοσι εννέα Ιανουαρίου του 2004, για καλή μου τύχη, κανονίσαμε να βρεθούμε οι δυο μας, μόνοι μας… Κατάφεραν να τον πείσουν δύο καλοί μας φίλοι, ο Γιώργος και ο Κώστας. Αν δεν ήταν αυτοί τι θα έκανα;;;; Ανυπομονούσα να τον δω, να τον αγγίξω, να του μιλήσω…. Το είχα τόσο ανάγκη…. Από τη προηγούμενη μέρα ήταν όλα έτοιμα… Ευχόμουν να πάνε όλα καλά… Περίμενα εκείνη την ημέρα καιρό…. Ήθελα πραγματικά να βρεθούμε οι δυο μας και να μιλήσουμε… Μόνο έτσι θα ξεκαθάριζε η κατάσταση μεταξύ μας…. Όταν έφτασε εκείνη η μέρα μέσα στο κεφάλι μου δεν υπήρχε τίποτα άλλο έκτος από εμάς τους δύο. Κάπου μέσα μου είχα ένα τρομερά κακό προαίσθημα… Τρομερά κακό… Πίστευα ότι οφειλόταν στο άγχος που είχα… Όσο περνούσε η ώρα, τόσο πιο πολύ αυτό δυνάμωνε και γινόταν ακόμα πιο δυνατό… Άρχισα να μην μπορώ να το εξηγήσω… Η πιο κρίσιμή ώρα είχε φτάσει…. Ήμασταν απέναντι…. Μόλις περνούσε το δρόμο θα ήταν ακριβώς δίπλα μου…. Περίμενα με ανυπομονησία… Τα μάτια μου ήταν καρφωμένα στην απέναντι πλευρά του δρόμου…. Λίγα βήματα με χώριζαν από τον έρωτα της ζωής μου… Επιτέλους έκανε το βήμα για να περάσει το δρόμο…. Και τότε εκείνο το φρικτό αίσθημα ήταν στα όριά του…. Μόλις το σκέφτηκα αυτό είδα ένα αυτοκίνητο να πηγαίνει καταπάνω του. Δεν το έβλεπε, δεν το άκουγε… Απλά προχωρούσε…. Και τότε ήταν που όλα άλλαξαν στη ζωή και των δύο μας… Έτρεξα προς το μέρος του όσο πιο γρήγορα μπορούσα… Τα πόδια δεν κινούνταν όσο γρήγορα θα ήθελα να κινηθούν. Το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μην πάθει εκείνος κακό… Τον έσπρωξα προς τα πίσω, με αποτέλεσμα οι ρόδες του αυτοκινήτου να βρούνε εμένα ως εμπόδιο ενάντια στην ιλιγγιώδη ταχύτητα του αυτοκινήτου. Πλέον αυτό που με ανησυχούσε ήταν αν έπαθε εκείνος κάτι… Μετά το μόνο που θυμάμαι είναι τη φωνή που τόσο καιρό περίμενα να ακούσω, τη φωνή του, τη δική του φωνή να μου λέει: «Λυδιάκι μου, αγάπη μου σε παρακαλώ μην με αφήνεις!!!!!Σε ικετεύω, μείνε μαζί μου!!!!» Δεν μπορούσα να καταλάβω τι εννοούσε… Μήπως δεν ήταν ο Αλέξανδρός μου;;; Μήπως ήταν ένας άγγελος, του οποίου η φωνή έμοιαζε με την φωνή του αγοριού που τόσο πολύ αγαπούσα;;; Μήπως είχα πεθάνει κατευθείαν μετά την σύγκρουση και ήμουν στον προσωπικό μου παράδεισο;;;; Δεν ήξερα την απάντηση σε όλες αυτές τις ερωτήσεις…. Τις ανακάλυψα λίγες μέρες μετά που ξανάκουσα εκείνον, τον ίδιο άγγελο να μου λέει: «Σε παρακαλώ αγάπη μου, άνοιξε τα ματάκια σου τα όμορφα… Έχω τόση ανάγκη να τα δω… Να τα αντικρίσω… Σε ικετεύω…. Σ’ αγαπάω Λυδιάκι μου!!!! Σ’ αγαπάω μωρό μου!!!!» Ο άγγελος έκλαιγε…. Ο άγγελος δεν έπρεπε να κλαίει…. Η φωνή του, το κλάμα του με ξύπνησαν από τον λήθαργο που είχα πέσει… Έτσι του είπα του αγγέλου: «Άγγελε γιατί κλαις;;; Οι άγγελοι δεν πρέπει να κλαίνε για τους θνητούς!!!» Και τότε μου απάντησε: «Δεν είμαι άγγελος…. Ο Αλέξανδρός είμαι… Άνοιξε τα ματάκια σου να με δεις.» Ακολούθησα την συμβουλή του…. Άνοιξα τα μάτια μου και ήταν όντως εκείνος… Και πριν μου είχε πει για πρώτη φορά ότι ήθελα να ακούσω να μου λέει… Τον κοίταξα μέσα στα δακρυσμένα του μάτια, του έσφιξα το χέρι και του είπα: «Και εγώ σ’ αγαπώ!!!!Πιο πολύ απ’ όσο μπορείς να φανταστείς…». Έσκυψε προς το μέρος μου και με φίλησε… Ήταν το πρώτο μας φιλί… Εκεί…. Μέσα στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου… Μετά μπήκε στο δωμάτιο η οικογένεια μου…. Φοβήθηκα ότι θα με μάλωναν…. Δεν το έκαναν όμως…. Με αγκάλιασαν και μου είπαν πόσο πολύ τους είχα τρομάξει… Ήξεραν όλη την αλήθεια, αλλά δεν μπορούσαν ούτε εμένα να μου θυμώσουν και – ευτυχώς- ούτε στον Αλέξανδρο. Είδαν πόσο πολύ με αγαπούσε και δεν μπορούσαν να του καταλογίσουν ευθύνες… Ήμουν πανευτυχής!!!!! Όλα όσα είχα ποτέ ονειρευτεί έγιναν πραγματικότητα, αφού έφτασα στα πρόθυρα του θανάτου… Τι ειρωνεία!!!!!! Μετά από μία εβδομάδα βγήκα και από το νοσοκομείο… Με περίμενε μια υπέροχη υποδοχή στο σπίτι…. Όλοι μου οι φίλοι και οι συγγενείς ήταν εκεί… Και εγώ βρισκόμουν επιτέλους στο πλευρό του Αλέξανδρου… Είχα γίνει και επίσημα το κορίτσι του και ήμουν μέλος της παρέας του πια. Σήμερα, έξι χρόνια μετά, είμαστε ακόμα μαζί. Ζούμε το κάθε λεπτό της ζωής μας σαν να είναι το τελευταίο μας…. Αγαπιόμαστε πολύ και αύριο είναι ο γάμος μας…. Είμαστε πολύ ευτυχισμένοι που η δική μας ιστορία τελειώνει έτσι…. Άρα λοιπόν τα όνειρα βγαίνουν πάντα αληθινά όταν πιστεύουμε σε αυτά….. Γι’ αυτό πιστέψτε στα όνειρά σας και αν χρειαστεί να ρισκάρετε ποτέ, κάντε το…. Δεν θα βγείτε ποτέ χαμένοι…. Το αξίζετε….. 2Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΤΖΑΝΕΡΑΚΗ ΤΑΞΗ: Β4 « ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΠΑΙΔΙΚΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ» Με βήμα γοργό και νευρικό, μάτια πλημμυρισμένα με ανυπομονησία και ένα δάκρυ έτοιμο να κυλήσει φτάνω στο λιμάνι. Μοναχικό και απόμερο, με λιγοστά πλοία αραγμένα. Το μοναδικό αυτό ήσυχο και ειρηνικό τοπίο ζεσταίνει ο ήλιος, ο οποίος αντανακλά μέσα στα νερά του λιμανιού και προσδίδει έναν τόνο αισιοδοξίας και ελπίδας στο απομακρυσμένο νησί. Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να υποδεχτώ ένα σημαντικό πρόσωπο για την οικογένειά μου, το οποίο είναι προγραμματισμένο να έρθει, με σκοπό να περάσουμε τη γιορτή των Χριστουγέννων. Λόγω του συγκεκριμένου ατόμου, η φετινή γιορτή πρόκειται να είναι εξαιρετικά διαφορετική για την οικογένειά μας. Αχνοφαίνεται το πλοίο, μεγάλο και εντυπωσιακό προχωρά, διχοτομώντας τα λαμπερά νερά του λιμανιού. Η θάλασσα άσκοπα προσπαθεί να αντισταθεί στη δύναμη του τεράστιου σκάφους. Οι μηχανές του σκάφους ηχούν στ’ αυτιά μας, ταράζοντας το ήρεμο τοπίο και φοβίζοντας τα ποικίλα είδη πουλιών, που απομακρύνονται τρομαγμένα, κατά την άφιξή του στο λιμάνι. Παρατηρώντας τις εκφράσεις των λιγοστών ατόμων που παραβρίσκονται εκεί, ώστε να ανταμώσουν με πολυπόθητους συγγενείς ή ακόμα και πιστούς φίλους, διαπιστώνω στο βλέμμα τους το κοινό με μένα, αίσθημα ανυπομονησίας, αγωνίας και προσμονής. Αντικρίζοντας το πλοίο να πλησιάζει, συλλογίζομαι πόσο σπουδαίο πρόκειται να είναι, ειδικά για εκείνον, να είμαστε ενωμένοι αυτές τις άγιες ημέρες. Κατά την παιδική του ηλικία είχε την επιθυμία και την προτίμηση να διηγηθεί σε μένα τα γεγονότα και τις περιπέτειες που χαράχτηκαν μέσα του και σημάδεψαν τη καρδιά του. Μια εξίσου αναγκαία επιθυμία του ήταν η έκφραση των πολύπλευρων συναισθημάτων και σκέψεων που βασάνιζαν, βάραιναν και επηρέασαν τη ζωή του. Όταν ήταν μικρό παιδί, προτού θεωρηθεί μέλος της οικογένειάς μας, ζούσε μαζί με τη μητέρα του. Η σχέση ανάμεσά μας ήταν φιλική, αφού για αρκετό χρονικό διάστημα η οικογένειά μου ήταν γείτονες με τη μητέρα του μικρού παιδιού. Όταν το παιδί ήταν μικρό, η μητέρα του προσβλήθηκε από μία σοβαρή ασθένεια. Καταβλήθηκαν ποικίλες προσπάθειες από τους γιατρούς, αποσκοπώντας να σώσουν τη ζωή της μητέρας. Δυστυχώς, οι προσπάθειες απέβησαν μάταιες και δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την ασθένεια. Αποτέλεσμα ήταν το παιδί να χάσει το μοναδικό του στήριγμα και να αναγκαστεί να πορευτεί μονάχο του στο δύσκολο ταξίδι της ζωής. Επακόλουθο ήταν το αγόρι να οδηγηθεί σε ίδρυμα, για να καλυφθεί το κενό που προκάλεσε η απώλεια της μητέρας του. Προκειμένου να αποφευχθεί το προαναφερόμενο, οι γονείς μου προσφέρθηκαν να οριστούν ως ανάδοχη οικογένεια. Με δική τους πρόθεση και παρά τη δύσκολη οικονομική τους κατάσταση δέχτηκαν το παιδί, το οποίο μεγάλωσε σε περιβάλλον αγάπης και στοργής. Οι γονείς μας εργάστηκαν σκληρά, εξαιτίας της έλλειψης οικονομικής άνεσης και η προσφορά τους προκειμένου να πορευτούμε, ήταν συνεχής και αξιέπαινη . Το σπίτι που διαθέταμε ήταν φτωχικό, μια στέγη μικρή, μόλις να μας διαφυλάξει από τις καιρικές συνθήκες, τους βοριάδες και τις θαλασσοταραχές που ξεσπούσαν στο νησί. Το οίκημα ήταν στην απομονωμένη πλευρά του νησιού, αποκομμένο από γειτονικά σπίτια και πολυπληθείς ομάδες ατόμων. Η θέση του σχολείου, στο οποίο παρακολουθήσαμε μαθήματα και εξασφαλίσαμε γνώσεις χρήσιμες, ήταν στο κέντρο του νησιού. Συνεπώς η διαδρομή που έπρεπε να διανύσουμε ήταν αρκετά μεγάλη, μια επιπλέον δυσκολία που χάραζε τη καθημερινότητά μας. Προκειμένου να φτάσουμε στον προορισμό μας, ήταν αναγκαίο να πραγματοποιείται η αρχή της πορείας μας τις πολύ πρωινές ώρες και χωρίς τη συνοδεία των γονιών μας. Με σκοπό να μελετηθούν και να ολοκληρωθούν τα ημερήσια σχολικά μαθήματα, αφιερώναμε ορισμένες ώρες της ημέρας σε ένα μικρό, στενό δωμάτιο και συνήθως χωρίς θέρμανση. Σε αντίθεση, τον ελεύθερο χρόνο και τις ημέρες που δεν είχαμε φοίτηση στο σχολείο βοηθούσαμε τους γονείς μας στις διάφορες εργασίες τους. Σηκωνόμασταν πρωί, για το μάζεμα των ελιών, το ζύμωμα του ψωμιού, καθώς και το όργωμα των χωραφιών. Όταν δε συνεισφέραμε στην οικογένεια βοηθώντας, ασχολούμασταν με μικρά παιχνίδια, όπως αντικείμενα, κούκλες, αλλά και παραδοσιακά παιχνίδια. Το αγόρι αγαπούσε ένα χαρακτηριστικό παιχνίδι, το οποίο κρατούσε ζωντανό τον ενθουσιασμό του και είχε γίνει κτήμα του. Ήταν ένα αεροπορικό σκάφος μικρού μεγέθους. Το ενδιαφέρον του παιδιού δε περιοριζόταν μόνο σ’ αυτό. Μάλιστα, ανέφερε συνεχώς την επιθυμία του να γίνει κάποια μέρα κυβερνήτης ενός κανονικού αεροσκάφους και είχε την πεποίθηση ότι πρόκειται να γίνει ένας καλός πιλότος. Με σκοπό να το επιτύχει, κατέβαλε εξαιρετικές προσπάθειες και αφιέρωσε αρκετό χρόνο μελετώντας, κάτι που φανέρωνε την έντονη επιμονή και αγάπη που έτρεφε για αυτό το επάγγελμα. Το παιδί με αυτήν μας την προσφορά, ανέκτησε τις δυνάμεις του, ένιωσε ότι υπάρχουν άνθρωποι που το στηρίζουν σε αυτό το δύσβατο μονοπάτι της ζωής. Αναβίωσε την ελπίδα μέσα του να πετύχει και να δημιουργήσει στη ζωή. Η λύπη του αντισταθμίστηκε, ενισχύθηκε το κουράγιο και το χαμόγελο δεν έλειπε από τα χείλη του. Στο λιμάνι όμως το πλοίο έχει ήδη αγκυροβολήσει και τα άτομα που συναντώνται, έχουν αρχίσει να αναζητούν τους συγγενείς και φίλους τους. Με μάτια βουρκωμένα, λόγω της συγκίνησης που προήλθε από την αναπόληση των παιδικών μας χρόνων και των περιπετειών που βίωσε μια αθώα παιδική ψυχή, κατευθύνομαι προς το καταπέλτη του πλοίου. Καταβάλλω ισχυρές προσπάθειες να τον διακρίνω ανάμεσα στο πλήθος, τελικά τον εντοπίζω. Τη στιγμή που με αντιλαμβάνεται και ο ίδιος πλησιάζει προς το μέρος μου αυξάνοντας το βήμα του. Του προσφέρω μια ζεστή αγκαλιά και ένα γλυκό χαμόγελο συμπαράστασης και αναγνώρισης. Αναγνώρισης ως έναν αδελφό που θα ήθελα αναμφίβολα να έχω, κάτι που γεννιέται μέσα μου, όταν κοιτάζω το βλέμμα του. Εκείνος αισθάνθηκε ότι βρήκε μια αληθινή οικογένεια, που τον αγάπησε, τον στήριξε και τον βοήθησε να συνεχίσει τη ζωή του. Ήταν ένα παιδί που πληγώθηκε από τη ζωή. Δεν εγκατέλειψε όμως τα όνειρα και τις επιθυμίες του. Ο πόθος του για ζωή ενίσχυσε την ελπίδα και κατόρθωσε να επιτύχει να ακολουθήσει το επάγγελμα που τον έλκυε. Αξιοσημείωτο είναι ότι παρά τη μακρινή απόσταση που μεσολαβεί ανάμεσά μας, εξαιτίας του επαγγέλματος που επέλεξε, πρόκειται να είμαστε πάντοτε ενωμένοι, συνεχώς θα υπάρχει ένα χέρι βοήθειας για όποιον από εμάς το χρειαστεί, αλλά και συμπαράσταση άπλετη θα προσφέρεται και από τους δύο. Ποτέ δε θα εγκαταλείψει ο ένας τον άλλον, η αγάπη και η αλληλεγγύη που υπάρχει ανάμεσά μας δε θα σβηστεί ποτέ μέσα στο πέρασμα του χρόνου. ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΣΕΪΜΕΝΑΚΗ 2Ο ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΝΙΚΑΙΑΣ Εφέσου και Κιλικίας 18450, Νίκαια 210-4919164 Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΓΑΠΗΣ Mια φορά και έναν καιρό ήταν ένα όμορφο κοριτσάκι που το έλεγαν Λυδία. Ήταν ένα πανέξυπνο και γλυκύτατο κοριτσάκι .Η Λυδία είχε ένα χάρισμα .Όσο μεγάλωνε, τόσο γινόταν και πιο όμορφη .Όμως σε ολόκληρη την ζωή της θα την σκίαζε ένα πράγμα , ότι ήταν ορφανή. Η γλυκύτατη αυτή κοπέλα δεν είχε γνωρίσει ποτέ τους γονείς της καθώς η μητέρα της είχε πεθάνει στην γέννα και ο πατέρας της λόγω μιας σοβαρής ασθένειας όπου μάστιζε την τότε εποχή. Παρόλα αυτά όμως εκείνη δεν ήταν μόνη της. Είχε την τύχη να μεγαλώσει μαζί με την πολυαγαπημένη της γιαγιά και τον πολυαγαπημένο της παππού οι οποίοι και την μεγάλωσαν με πολλή αγάπη , προσπαθώντας να αναπληρώσουν το κενό που ένιωθε λόγω της απώλειας των γονιών της . Όμως και πάλι η τύχη δεν ήταν με το μέρος της καθώς στην ηλικία πλέον των 20 ετών έχασε και τους ανθρώπους που την μεγάλωσαν. Η Λυδία έπρεπε να βρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει την δύσκολη πλέον ζωή η οποία θα συνεχιζόταν χωρίς πλέον κανέναν συγγενή κοντά της. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σταθεί στα πόδια της. Και ποιος ήταν αυτός;;;.Έπρεπε να βρει μια δουλειά ώστε να καταφέρει να ζήσει. Η Λυδία δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες γνώσεις. Το μόνο πράγμα που ήξερε και είχε μάθει να αγαπά από τον αγαπημένο της παππού ήταν η αγάπη της για τα λουλούδια ,συναίσθημα που της είχε μεταδώσει ο ίδιος τον καιρό όπου πήγαιναν στο βουνό για να μαζέψουν ποικιλόχρωμα αγριολούλουδα ώστε να συνθέσουν ένα εντυπωσιακό και όμορφο μπουκέτο για να το προσφέρουν στην γιαγιά της. Έτσι μπορούμε να πούμε πως η Λυδία βρήκε λύση στο πρόβλημα της . Με την βοήθεια ενός μαχαιριού και με μια τσάντα στο χέρι καθημερινά επισκέπτονταν το κοντινό βουνό της πόλης στην οποία ζούσε, μάζευε ευωδιαστά αγριολούλουδα , τα συνέθετε σε ξεχωριστά μπουκέτα και τα πουλούσε στις πλούσιες γυναίκες της πόλης ώστε να στολίσουν το σπίτι τους με αυτά. Μία ηλιόλουστη ,καθημερινή μέρα όπως πάντα η Λυδία τήρησε το καθημερινό όπως πάντα πρόγραμμά της φτιάχνοντας μπουκέτα με αγριολούλουδα και πουλώντας τα . Εκείνη την ημέρα περνώντας έξω από το παλάτι της πόλης ,την είδε το βασιλόπουλο και θαμπώθηκε από την ομορφιά της. Τότε το βασιλόπουλο καταλαβαίνοντας σε πόσο δύσκολη θέση θα έφερνε την κοπέλα αποφάσισε να ντυθεί φτωχός ώστε να βρει τον τρόπο να την πλησιάσει. Την επόμενη μέρα διασχίζοντας τον συνηθισμένο δρόμο είδε μπροστά της ένα όμορφο αγόρι ντυμένο με ρούχα απλά όπως όλοι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής .Είχε ξανθά σγουρά μαλλιά και καταγάλανα μάτια σαν τον ουρανό. Το όμορφο αγόρι την αντίκρισε και (η κοπέλα με τα αγριολούλουδα όπου μάζευε έφτιαχνε και κάποιου είδους κοσμήματα τα οποία και φορούσε όταν πήγαινε να πουλήσει τα μπουκέτα της)τα ‘χασε μόλις την είδε. Ολόκληρη την υπόλοιπη ημέρα δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του και να ξεχάσει την υπέρλαμπρη ομορφιά της. Την επόμενη ημέρα η κοπέλα πήγε να πουλήσει λουλούδια στο παλάτι του βασιλιά το οποίο βρίσκονταν στην πόλη της . Ο βασιλιάς είχε έναν γιο, ο οποίος την στιγμή όπου η κοπέλα πέρναγε να πουλήσει τα μπουκέτα ήταν ντυμένος με την βασιλική του στολή σαν βασιλόπουλο που ήταν και θαύμαζε την κοπέλα. Ξαφνικά όμως η κοπέλα γύρισε και τον αντίκρισε. Κάτι της θύμιζε το πρόσωπό του αλλά δεν ήξερε τι.(το βασιλόπουλο έδειχνε πολύ διαφορετικό με την βασιλική του στολή σε σχέση με τα απλά και φτωχικά του ρούχα όπου φόραγε την προηγούμενη ημέρα όταν συνάντησε την κοπέλα) Εκείνος έσπευσε να την συναντήσει και να της εξηγήσει ποιος ήταν. Η κοπέλα όταν αντιλήφθηκε ποιος ήταν έτρεξε σπίτι της απογοητευμένη. Έκανε μέρες να ξαναπεράσει από το παλάτι μέχρι την ημέρα όπου το βασιλόπουλο την επισκέφθηκε σπίτι της για να της εξηγήσει και να λύσει την παρεξήγηση όπου είχε δημιουργηθεί ανάμεσά τους. Της εξήγησε για ποιο λόγο είχε ντυθεί έτσι και αφού έλυσε την παρεξήγηση την ζήτησε σε γάμο. Η κοπέλα δίστασε για μια στιγμή , όμως τελικά δέχτηκε την πρόταση του όμορφου νεαρού. Η κοπέλα δεν πίστευε τι ακριβώς είχε συμβεί εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια της. Ήταν τόσο ευτυχισμένη μετά από τόσο καιρό και τόσες απογοητεύσεις όπου είχε δεχτεί στο παρελθόν. Την επόμενη κιόλας ημέρα το βασιλόπουλο ανακοίνωσε στους γονείς του τον γάμο του με την κοπέλα. Mε μεγαλύτερη ακόμα χαρά ανακοίνωσε τον γάμο του στον λαό του. Οι ετοιμασίες για τον γάμο είχαν ξεκινήσει και η κοπέλα με την παρότρυνση του βασιλόπουλου έπρεπε να διαλέξει το φόρεμα του γάμου το οποίο ήταν ένα μπλε φόρεμα με χρυσόσκονη και επάνω του κεντημένα όλα τα άστρα και το φεγγάρι του ουρανού σε συνδυασμό με υπέροχα μπλε γοβάκια στο ίδιο ακριβώς σχέδιο με το φόρεμα . Η ημέρα του γάμου έφτασε. Η κοπέλα φορώντας αυτό το εντυπωσιακό, μακρύ φόρεμα , που ακόμα και οι νεράιδες θα το ζήλευαν και δίπλα στο πανέμορφο βασιλόπουλο ντυμένο με την εντυπωσιακή επίσης στολή του έδωσαν όρκο παντοτινής αγάπης. Ευθύμιος Παπανικολάου Αδέλφια εν αγνοία Αρχές του 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί αρχίζουν σαν σήμερα οι εγγραφές στην νομική σχολή της πόλης. Μετά από μια νεκρά περίοδο συρρέουν φοιτητές από κάθε μεριά του κόσμου. Ένας από αυτούς ο Στέφανος ένας Έλληνας που μετά από ένα διαρκή και επίμονο αγώνα κατάφερε να πραγματοποίηση το όνειρο του και να μπει στην νομική.Οπως χαρακτηριστικά έλεγε «έκανα κι εγώ επιτέλους την τύχη μου». Παρ’ όλα αυτά την πρώτη μέρα της εγγραφής του τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Από την μια ένιωθε περήφανος και ικανοποιημένος με το εαυτό του κι από την άλλη ήταν έντονα προβληματισμένος αφού οι Τούρκοι φοιτητές επέδειχναν ολοφάνερα τις εχθρικές τους διαθέσεις απέναντι στου αλλοεθνείς .Την ώρα λοιπόν που ήταν έτοιμος να καταθέσει τα στοιχεία του , ένας Τούρκος του πήρε την θέση με βίαιο τρόπο με αποτέλεσμα να έχουν μια έντονη διαμάχη. Μετά λοιπόν από αυτή την φραστική σύγκρουση που είχε κατάλαβε ότι θα αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα στο μέλλον. Σε καμία περίπτωση όμως δεν πίστευε ότι θα προκύψουν τόσο γρηγορα.Το ίδιο βραδύ και την ώρα που επέστρεφε σπίτι του συναντήθηκε τυχαία με τον συμφοιτητή που ήρθε σε ρήξη την ίδια μέρα και του αποκρίθηκε: – Προς τι αυτό το μίσος; – Δεν είναι κάτι προσωπικό , είναι θέμα αρχών δεν θέλουμε ξένους στην Τουρκία και πόσο μάλλον Έλληνες! Ύστερα από αυτόν τον σύντομο διάλογο ο Στέφανος συνέχισε τον δρόμο προς το σπίτι , χωρίς να ξέρει τι τον περιμένει… Καθ’ όλη την διάρκεια της διαδρομής σκέπτονταν όσα έγιναν και ξαφνικά πριν καν το καταλάβει και ενώ περπατούσε ολομόναχος σε ένα στενό απομακρυσμένο σοκάκι που θύμιζε μπουντρούμι , αφού δεν ακούγονταν τίποτα και δεν υπήρχε ίχνος φωτός , τον πλησιάζουν τρεις άγνωστοι άντρες και τον ξυλοκοπούν με αποτέλεσμα να βρεθεί στο νοσοκομείο σε αθλία κατάσταση. Εκεί πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα και μια μέρα πριν πάρει εξιτήριο , γνώρισε τυχαία μια Ελληνίδα νοσηλεύτρια η οποία τον εμψύχωνε και του έδινε συνεχώς κουράγιο. Ανεξάρτητα με όσα συνέβησαν ο Στέφανος συνέχισε με επίμονη , υπομονή και θέληση τις σπουδές κάτι που δεν θα έκανε εάν δεν είχε την στήριξη της νέας του φίλης. Η σχέση των δυο φίλων με τον χρόνο γίνονταν όλο και πιο δυνατή. Περνούσαν μαζί αν όχι όλη , σχεδόν την περισσότερη ώρα της ημέρας. Εν αγνοία τους ο ένας είχε γίνει απαραίτητος στον άλλο και θύμιζαν ένα πολύ αγαπημένο ζευγάρι παρά δύο αδελφικούς φίλους. Άργησαν να το καταλάβουν αλλά τελικά αντιλήφθηκαν ότι η μέχρι σήμερα αδελφική αγάπη είχε εξελιχθεί σε ερωτικό δεσμό , ο όποιος ενισχύονταν ακόμη περισσότερο εξαιτίας της απέχθειας και του μίσους που εισέπρατταν από το κοινωνικό σύνολο. Η αδελφική λοιπόν αγάπη έγινε ερωτική και η φιλία έρωτας που έμελλε να γίνει γάμος .Ο Στέφανος και η Αθηνά αποφασίζουν τελικά να παντρευτούν. Πριν όμως γίνει αυτό Στέφανος αποφάσισε να εξομολογηθεί κάτι στην Αθηνά: – Θέλω να ξέρεις ότι πάντοτε ήμουν ειλικρινής απέναντί σου. Υπάρχει όμως κάτι που σου έχω κρύψει και με βασανίζει… – Ξέρεις πως ότι και αν είναι αυτό θα σε στηρίξω.Αρκει να το γνωρίζω. – Λοιπόν άκουσε: Απ’ ότι μου έχουν πει κάποιοι συγγενείς οι γονείς μου δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να μεγαλώσουν εμένα και την αδελφή μου , αναγκάστηκαν έτσι να αφήσουν ακόμη νεογέννητο εμένα σε ορφανοτροφείο. – Γιατί δεν είπες ποτέ τίποτα.? – Γιατί ντρεπόμουν! Αμέσως μετά ακολούθησε ένας μεγάλος καυγάς ανάμεσα στο ζευγάρι. Η Αθηνά είχε έντονη διαμάχη με τον Στέφανο ευτυχώς όμως επικράτησε ο ήρεμος και λογικός χαρακτήρας της γυναίκας που θέλησε να βάλλει τέλος στην παρεξήγηση λέγοντας : – Γιατί τα βάζεις μαζί μου; Φταίω εγώ για κάτι; « Με συγχωρείς » , αποκρίθηκε τότε ο Στέφανος κυριευμένος από ενοχές. Το περιστατικό αυτό ωστόσο δεν στάθηκε εμπόδιο στον γάμο , νομίζω μάλιστα ότι ενδυνάμωσε την σχέση τους και έθεσε τα θεμέλια για ένα λαμπρό έγγαμο βίο. Παντρεύτηκαν λοιπόν και αφού οι δυο πρώην φίλοι ήταν πλέον ανδρόγυνο απέκτησαν και ένα υπέροχο γιο.Η Αθηνά καθ΄ολη την διάρκεια της σχέσης τους επέμενε να αναζητήσουν του γονείς του Στέφανου.Η πεισματική άρνηση του όμως έκανε την Αθηνά να αρχίσει να ψάχνει μόνη της.Δυστυχως πάνω στην προσπάθεια της αυτή αναγκάστηκε να ζητήσει την βοήθεια του Ασλάν , ο όποιος είχε την δυνατότητα να βοηθήσει ,σύγχρονος όμως ήταν αυτός που ήρθε σε διαμάχη με τον Στέφανο στις αρχές ρων σπουδών του. Ύστερα από λίγες ημέρες και αφού ο ίδιος έμαθε τα πάντα για τους γονείς του Στέφανου κατά κάποιο περίεργο λόγο δέχτηκε να βοηθήσει την Αθηνά . Τελικά μετά από δυο χρόνια αδιάκοπης έρευνας και αφού απέκτησαν αλλά δυο παιδιά η Αθηνά ανακάλυψε, , ότι ο Στέφανος είναι αδελφός της! Έχασε τα λογικά της και έπεσε σε κατάθλιψη. Έκανε μάλιστα απόπειρα φόνου κατά του μεγαλύτερου γιου της με αποτέλεσμα να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Βλέποντας την εξέλιξη αυτή και θέλοντας να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα στην οικογένεια και στο Στέφανο ο Ασλάν επιδίωξε να βγάλει την Αθηνά από το ψυχιατρείο πριν καλά καλά αναρρώσει και το πέτυχε. Όντως , έπειτα από ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα η Αθηνά βγήκε από την κλινική. Ο Στέφανος όμως αντίθετα με τις διαβεβαιώσεις των γιατρών που καθοδηγούνταν από τον Ασλαν ότι η γυναίκα είναι πλέον καλά παρατηρούσε ανήμπορος και ανήσυχος την κατάσταση. Την προηγούμενη τελικά των Χριστουγέννων κι ενώ η οικογένεια έκανε προετοιμασίες για να γιορτάσει τόσο την επιστροφή της Αθηνάς όσο και το θρησκευτικό γεγονός , η γυναίκα δολοφόνησε τα παιδιά της και κατηγόρησε το σύζυγο της για τον φονο.Μεσα σε αυτό το κλίμα πανικού που επικράτησε ο Στέφανος συλλήφθηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Την επομένη όμως της φυλάκισης η Αθηνά μέσα σε κατάσταση πανικού , κυριευμένη από ενοχές και μη μπορώντας να ζήσει με ένα τέτοιο βάρος στη συνείδησή της έβαλε τέλος στην ζωή της. Το περιστατικό αυτό ωστόσο βοήθησε τον Στέφανο να αποδεσμευτεί από τις κατηγορίες αφού μετά από μια σειρά εξαντλητικών και ψυχοφθόρων δικαστικών αγώνων κατάφερε να αθωωθεί. Ο ίδιος μετά την αποφυλάκιση του έκανε πολλές προσπάθειες να σβήσει το παρελθόν και να φτιάξει την ζωή του χωρίς όμως να τα καταφέρει. Έβαλε τελικά κι αυτός τέλος στην ζωή του αφήνοντας ένα γράμμα με το όποιο εξέφραζε ως μοναδική επιθυμία του να βρεθούν οι γονείς του. Στοιχεία Μαθητή Ονοματεπώνυμο: Ριζοπούλου Χρυσάνθη Τάξη: ΑΓ1 Στοιχεία Σχολικής Μονάδας Γυμνάσιο Ροδίων Παιδεία Ηλία Βενέζη 85100 Ρόδος 2241060750/2241060752/2241001422/2241001400 info@rpschool.gr Η λέξη αντανάκλαση είναι γνωστή σε όλους μας. Την αντανάκλαση μας τη βλέπουμε συνήθως στον καθρέφτη και μερικές φορές στο νερό, αλλά μόνο όταν είναι ήρεμο και γαλήνιο όπως αυτό στη λίμνη της Καστοριάς. Το νερό εκεί είναι πάντα τόσο γαλήνιο που θα νόμιζε κανείς πως είναι παγωμένο. Έτσι εκεί τα πάντα είναι διπλά και πανέμορφα. Το ηλιοβασίλεμα, η ανατολή, τα κτίρια, οι δρόμοι, οι γέφυρες και οι άνθρωποι. Φαντάζει όμως πολύ όμορφο για να είναι δημιούργημα της φύσης και μόνο. Η ομορφιά αυτή δεν το καθιστά εξωπραγματικό. Και πάλι όμως κάτι λείπει, που, είναι δύσκολο να το εκφράσουμε και να το εξηγήσουμε, αλλά απλό να το δούμε και να το σκεφτούμε. Αυτό που μας διαφεύγει είναι η μαγεία που κρύβει μέσα του. Αυτή η λεξούλα που όλοι όσοι δεν μπορούν να δουν λένε πως δεν υπάρχει. Και γι΄ αυτό μένουν κολλημένοι σε όσα μπορούν επιστημονικά να αποδείξουν ότι είναι αληθινά. Οι μόνοι άνθρωποι που πιστεύουν στη μαγεία είναι αυτοί που δεν μετράει η γνώμη τους, τα παιδιά. Αυτά, λοιπόν, τα μικρά ανθρωπάκια είναι που έχουν ξεχωρίσει την ιδιότητα της λίμνης να μεταφέρει όποιον την κοιτάξει έντονα σε ένα άλλο κόσμο. Έναν κόσμο που, ότι σκέφτεσαι γίνεται πραγματικότητα, ό,τι ζητήσεις υλοποιείται. Το μόνο που δεν μπορούν να εμφανίσουν τα παιδιά σε αυτή την άλλη διάσταση, είναι κάτι ζωντανό όπως ένας άνθρωπος ή ένα ζώο. Όλα φαίνονται ωραία και αρμονικά μέχρι τώρα, όμως ένας κόσμος δεν είναι σωστός αν δεν έχει προβλήματα και… στον κόσμο της λίμνης μας έχουν αρχίσει τα προβλήματα, έχει σχεδόν καταστραφεί. Τίποτα δεν μπορεί όμως να καταστρέψει έναν κόσμο μαγικό, αν και υπάρχει κάτι που ερημώνει και φράζει την είσοδο του. Αυτό είναι η μόλυνση της λίμνης που κάνει την αντανάκλαση θολή, σχεδόν αδύνατη να φανεί και έτσι κανένα παιδί δεν μπορεί να μπει. Τα παιδιά δεν ήξεραν τι να κάνουν, διότι ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε τέτοιο πρόβλημα. Έτσι προσπάθησαν να ρωτήσουν τη γνώμη ενός ενήλικα. Όμως όποιον και να ρωτούσαν, εκείνος προσπαθούσε να τα λογικέψει. Η πιο συνηθισμένη απάντηση των ενηλίκων ήταν : «Παιδιά, καλύτερα να κρατάτε τα παιχνίδια για αργότερα. Γιατί δεν πάτε να κάνετε κάτι άλλο;» Και μέρα με τη μέρα όλο και λιγότερα παιδιά κατάφερναν να επισκεφθούν τον κόσμο της λίμνης. Ήθελαν τόσο πολύ να λύσουν το πρόβλημα τους, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα από μόνα τους. Βλέπετε η δική τους γνώμη δεν μετράει… Οι μέρες περνούσαν και τα Χριστούγεννα πλησίαζαν. Ο καιρός γινόταν όλο και πιο άσχημος και η θερμοκρασία έπεφτε. Τώρα πια κανένας δεν μπορούσε να δει το είδωλο του στη λίμνη και τα παιδιά είχαν απελπιστεί. Τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει την κατάσταση τώρα πια. Τη μέρα των Χριστουγέννων συνέβη κάτι που είχε να συμβεί εδώ και χρόνια. Η λίμνη πάγωσε! Ο πάγος, περίπου μισό μέτρο, ήταν πολύ σκληρός. Αλλά δεν ήταν το πάχος του που άλλαξε τα πράγματα. Μαζί με το νερό είχαν παγώσει και τα μολυσμένα υγρά που είχαν πέσει στη λίμνη. Άρα το μόνο που χρειαζόταν να κάνουν τα παιδιά για να μπουν στον κόσμο της Λίμνης, ήταν να κόψουν ένα κομμάτι από τον πάγο και το είδωλό τους θα ήταν εκεί, καθαρό, γαλήνιο. Αυτό έκαναν, λοιπόν, και ταξίδεψαν επιτέλους εκεί για ώρες ολόκληρες. Όχι κανονικές ώρες φυσικά, γιατί δεν υπάρχει χρόνος σε αυτό τον κόσμο. Όλοι διασκέδαζαν μέχρι που η σκέψη ενός παιδιού διέκοψε το ανέμελο παιχνίδι τους: «Ωραία είναι τώρα που διασκεδάζουμε, αλλά τι θα γίνει όταν ο πάγος λειώσει; Και μην ξεχνάτε ότι η λίμνη παγώνει μια φορά στα πέντε χρόνια.». Όλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν τι θέλει να πει. «Και εσύ τι έχεις να προτείνεις;» ρώτησε ένα αγόρι που δεν νοιαζόταν και πολύ για το μέλλον και ήθελε να διασκεδάσει όσο περισσότερο γινόταν. «Εγώ προτείνω να εμφανίσουμε μία βιβλιοθήκη και να μπούμε μέσα να ψάξουμε τρόπους να καθαρίσουμε τη λίμνη!» απάντησε ένα άλλο παιδί. Ακολουθώντας τις οδηγίες εκείνου του παιδιού, τα υπόλοιπα χωρίστηκαν σε πεντάδες και πήγαν να κοιτάξουν σε διαφορετικά τμήματα της βιβλιοθήκης. Αφού όλοι ξεφύλλισαν κάθε βιβλίο που υπήρχε στο κτήριο τα παιδιά εμφάνισαν ένα τραπέζι και έκατσαν για να συζητήσουν τις προτάσεις τους. Η πεντάδα που είχε αναλάβει το τμήμα με τα επιστημονικά βιβλία αποφάσισε πως ο καλύτερος τρόπος ήταν να διαλύσουν τα απόβλητα με ειδικές χημικές ουσίες. Έτσι όμως υπάρχει κίνδυνος να δηλητηριάσουν τα πτηνά και τα ψάρια που ζουν μέσα και δίπλα στη λίμνη, σκέφτηκαν αμέσως. Η πεντάδα με τα βιβλία φαντασίας σκέφτηκαν να εξαφανίσουν τη μόλυνση με μαγικά φίλτρα. Το παιδί δεν χρειάστηκε να απαντήσει, γιατί όλοι οι υπόλοιποι γέλασαν δυνατά. Όσοι ασχολήθηκαν με το τμήμα μυστηρίου ήθελαν να φωνάξουν έναν «Ντεντέκτιβ» για να λύσει την υπόθεση. Και έτσι συνέχισαν να λένε όλοι τις ιδέες τους, χωρίς όμως καμία από αυτές να μπορεί πραγματικά να λύσει το πρόβλημα. Απογοητευμένο το παιδί που είχε την ιδέα ήταν έτοιμο να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος και να φύγει, όταν άκουσε μία φωνούλα (που άνηκε σίγουρα σε κάποιο παιδί μικρότερο από τεσσάρων χρονών) να λέει: «Και αν ζητήσουμε βοήθεια από τους εθελοντές;» Τότε όλα τα παιδιά αναφώνησαν χαρούμενα, γιατί κανένα δεν είχε σκεφτεί πως υπάρχουν τόσες εθελοντικές οργανώσεις στην χώρα που μπορούν να βοηθήσουν. Το επόμενο λεπτό κάθε παιδί που βρισκόταν πριν στον κόσμο της Αντανάκλασης, όπως τον φώναζαν τώρα τελευταία οι μικροί μας φίλοι, είχε γυρίσει σπίτι του και είχε αναζητήσει το τηλέφωνο κάποιας περιβαλλοντικής οργάνωσης. Καλούσε ήδη τον αριθμό... Μέσα σε λίγες μέρες, τουλάχιστον πέντε αντιπρόσωποι είχαν έρθει να δουν το πρόβλημα της λίμνης και είχαν αποφασίσει να βοηθήσουν. Μαζί τους ξύπνησαν και οι μεγάλοι, γιατί αυτοί είναι που χρειάζεται να βάλουν μυαλό και να εστιάσουν στο μέλλον μας. Χάρη σε αυτό το μικρό παιδί έναν χρόνο αργότερα, η λίμνη δεν είχε κανένα πρόβλημα και η είσοδος στον κόσμο της αντανάκλασης είχε γίνει και πάλι απλή. Έτσι, καταλαβαίνουμε πως κάποιες φορές η λύση είναι τόσο απλή που δεν μας περνάει καν από το μυαλό! Καλό ταξίδι στον κόσμο της Αντανάκλασης, παιδιά! Εκεί που ό,τι φανταστείς εμφανίζεται απλά με μία σκέψη. Στοιχεία Μαθητή Ονοματεπώνυμο: Νικολιδάκη Άννα Στοιχεία Σχολικής Μονάδας Γυμνάσιο Ροδίων Παιδεία Ηλία Βενέζη 85100 Ρόδος 2241060750/2241060752/2241001422/2241001400 info@rpschool.gr Η ΛΙΜΝΗ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ Ήταν ένα συνηθισμένο μεσημέρι μετά το σχολείο. Η Σοφία ήταν κουρασμένη. Θυμήθηκε ένα βιβλίο που είχε διαβάσει κάποτε για ένα παιδί που πήγαινε σε μαγικό σχολείο. Πόσο θα ήθελε να ήταν στη θέση του! Ένα μαγικό σχολείο θα ήταν σίγουρα καλύτερο από αυτό που πήγαινε τώρα.... Κάθε μέρα γύριζε επέστρεφε νωρίς, όμως σήμερα θα έκανε κάτι διαφορετικό. Κάτι που δεν είχε τολμήσει να κάνει ποτέ. Είχε περίπου μιάμιση ώρα μπροστά της μέχρι να γυρίσει η μητέρα της. Άρχισε να τρέχει. Όταν έφτασε μπροστά στο σκοτεινό δάσος κοντοστάθηκε. Υπήρχε μια παλιά ιστορία γι΄ αυτό το δάσος και τη λίμνη που βρισκόταν σ΄ αυτό. Κάποτε, ένα αγόρι, παρασυρόμενο από την περιέργεια θέλησε να δει από κοντά τη μαγεία της λίμνης. Υπήρχαν πολλοί θρύλοι γι΄ αυτήν, όμως κανείς δεν ήξερε την αλήθεια. Έτσι, αποφάσισε να είναι ο πρώτος που θα τη μάθαινε. Μετά από ώρες τελικά έφτασε. Η λίμνη ήταν μαγευτική όπως την περιέγραφαν όλοι! Πλησίασε και όλα έγιναν ξαφνικά! Εκεί που παρατηρούσε τη λίμνη, αυτή τον ρούφηξε! Από τότε κανείς δεν ξαναείδε το αγόρι. Η Σοφία γέλασε στη θύμηση της παλιάς ιστορίας που της έλεγαν οι γονείς της όταν ήταν μικρή. Αποκλείεται να ήταν αληθινή! Κι όμως. Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη την πίστευαν. Θεωρούσαν το δάσος στοιχειωμένο. Κανείς δεν τολμούσε να πλησιάσει. Έκανε αποφασιστικά ένα βήμα και μπήκε στο δάσος. Δεν σκεφτόταν τίποτα. Έτρεχε για ώρα, ώσπου επιτέλους έφτασε! Πράγματι η διαδρομή προς τη λίμνη ήταν ΤΕΡΑΣΤΙΑ! Το τοπίο γύρω απ' αυτήν μαγευτικό. Όλα έμοιαζαν φυσιολογικά και η Σοφία δεν μπορούσε να πιστέψει πως τόσο καιρό πίστευε σε έναν μύθο! Έπρεπε να είχε έρθει νωρίτερα στη λίμνη. Πλησίασε. Μόλις έφτασε μπροστά στα γαλαζοπράσινα νερά της, κοντοστάθηκε. Τελικά τα κατάφερε! Πραγματοποιήσει το όνειρό της. Είχε φτάσει εκεί όπου κανείς άλλος δεν τολμούσε! Ήξερε πως ποτέ δε θα μετάνιωνε γι΄ αυτό! Τώρα θα γυρνούσε πίσω και θα έλεγε σε όλους πως η παλιά ιστορία ήταν απλώς ένας θρύλος. Όλοι πια θα μπορούσαν να πάνε στην λίμνη και... Ένας θόρυβος διέκοψε τις σκέψεις της. Το νερό κάτω απ' τα πόδια της άρχισε να κουνιέται! Ένας ψυχρός αέρας άρχισε να φυσάει σπρώχνοντάς την μπροστά. Κρύωνε πολύ… Και ξαφνικά έγινε κάτι που θα το θυμόταν για όλη της την ζωή! Μια αόρατη δύναμη την ωθούσε προς τη λίμνη. Προσπάθησε να αντισταθεί, όμως δεν μπορούσε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά... Τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Κι εκεί που νόμιζε πως δεν υπήρχε καμία ελπίδα, έχασε τις αισθήσεις της. Όταν ξύπνησε δεν ήξερε πού βρισκόταν. Πάντως σίγουρα όχι στο σπίτι της. Κοίταξε γύρω και δεν αναγνώρισε το μέρος. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή, παρόλο που έξω χιόνιζε. Μια γυναίκα κι ένα αγόρι στέκονταν μπροστά απ' το παράθυρο, αλλά κανείς απ' τους δύο δεν την πρόσεχε. Έπειτα, το βλέμμα τού αγοριού έπεσε πάνω της. Τινάχτηκε ξαφνιασμένος και σκούντηξε τη γυναίκα δίπλα του. Εκείνη γύρισε και έμειναν και οι δύο να την κοιτάζουν. -Πού βρίσκομαι; Ψιθύρισε Κανείς δεν της απάντησε. Απλώς το αγόρι της έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Της έδωσε ένα πανωφόρι και βγήκαν έξω. -Που βρίσκομαι; Ξαναρώτησε απορημένη. -Θα σου πω.. Είναι μεγάλη ιστορία... Κάποτε, σε έναν μακρινό τόπο ζούσε ένα αγόρι. Κοντά στην περιοχή που έμενε υπήρχε ένα δάσος με μια λίμνη και… -Για ένα λεπτό. Μήπως εννοείς την ιστορία με το αγόρι που εξαφανίστηκε μυστηριωδώς μόλις πλησίασε τη λίμνη; Το αγόρι την κοίταξε ξαφνιασμένο . -Πού ξέρεις εσύ αυτή την ιστορία; -Είναι γνωστή στον τόπο μου. Όλοι πιστεύουν πως η λίμνη είναι καταραμένη και πως όποιος πλησιάσει θα έχει την ίδια μοίρα με το αγόρι. Όμως εγώ πήγα και… μετά δεν ξέρω τι έγινε. Ξαφνικά βρέθηκα εδώ, όμως … Τότε τα κατάλαβε όλα! -ΕΣΥ είσαι το αγόρι της ιστορίας! Έπαθα ότι συνέβη και σε σένα! Η ιστορία ήταν αληθινή! Όμως όλοι πιστεύουν πως είσαι νεκρός. Πώς γίνεται όμως; Πώς είναι δυνατόν να είσαι ζωντανός; Εννοώ... έχουν περάσει τόσα χρόνια και... -Να γιατί σου είπα να μη με διακόψεις! Περίμενα πως θα έκανες τόσες πολλές ερωτήσεις, είπε το αγόρι χαμογελώντας. Όμως, συνέχισε, δεν ξέρεις ακόμα όλη την ιστορία. Βλέπεις... όταν ήρθα εδώ ξαφνιάστηκα όσο κι εσύ. Δεν ήξερα τι μου είχε συμβεί. Έπειτα με βρήκε η Μαρία, η γυναίκα που είδες, στο σπίτι. Είπε πως βρισκόμουν σε έναν κόσμο μαγικό. Διαφορετικό από αυτόν που ζούμε. Εδώ μπορείς να παραμείνεις παιδί για όσο επιθυμείς. Είναι ένας κόσμος όπου δεν υπάρχουν νόμοι και κανόνες, μόνο μαγεία και ξόρκια. Αποφάσισα πως αυτό το μέρος ήταν ο ιδανικός τόπος για μένα. Μου εξασφάλισε όλα όσα λάτρευα: μαγεία, περιπέτεια, διασκέδαση... Πριν άνηκα σε μια φτωχή οικογένεια και κανείς δεν νοιαζόταν για μένα. Δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Από τότε μένω εδώ και έχω αποκτήσει πολλούς φίλους. Η ζωή είναι σαφώς καλύτερη! Θα σου κάνω μια προσφορά: μπορείς να μείνεις εδώ κι εγώ θα πείσω τη Μαρία να σε κρατήσει κι εσένα. Είμαι σίγουρος πως θα δεχτεί! Θα ζήσεις μια ζωή που κάθε έφηβος θα ονειρευόταν! Λοιπόν; Η Σοφία ήταν αναποφάσιστη. Η ιδέα ήταν τόσο δελεαστική που σχεδόν δεν μπορούσε να αρνηθεί. Θυμήθηκε εκείνη την ημέρα, πριν βρεθεί μέσα στο δάσος. Τότε, που σκεφτόταν πόσο πολύ επιθυμούσε ένα τέτοιο σχολείο. Ήταν ό,τι είχε ονειρευτεί στη ζωή της! Όμως αυτή δεν βρισκόταν στην ίδια κατάσταση με το αγόρι... Αυτή είχε μια ευτυχισμένη ζωή. Είχε πολλούς φίλους και παρόλο που το σχολείο την έκανε να βαριέται, κατά βάθος της άρεσε! Δεν γινόταν να τα παρατήσει έτσι ξαφνικά όλα και να εξαφανιστεί χωρίς να δώσει καμία εξήγηση! Έτσι πήρε τη σωστή απόφαση: -Συγγνώμη, αλλά δε γίνεται. Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι μου, στην οικογένειά μου. Δεν μπορώ να δεχτώ την πρότασή σου! Το αγόρι την κοίταξε ξαφνιασμένο! Ήταν σίγουρος πως θα δεχόταν! Τελικά την οδήγησε στη Μαρία που της εξήγησε πώς να επιστρέψει στον ΄΄πραγματικό κόσμο΄΄. Είχε γυρίσει πίσω. Βγήκε από το δάσος και γύρισε στο σπίτι, πριν επιστρέψει η μητέρα της. Χαρούμενη που πήρε τη σωστή απόφαση, συνειδητοποίησε πως όλα ήταν πολύ πιο ωραία απ' ότι νόμιζε. Τα συμβάντα εκείνης της ημέρας έμειναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη της σαν ένα μακρινό όνειρο...! ΝΙΚΟΛΙΔΑΚΗ ΑΝΝΑ